Η θεωρία συνόλων ως κλάδος των μαθηματικών επινοήθηκε το 19ο αιώνα, με πρωτεργάτη το Γερμανό μαθηματικό Γκέοργκ Κάντορ. Ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ συνόλων, συλλογών από αντικείμενα δηλαδή που μπορεί να είναι από κενά (το αντίστοιχο του μηδενός), μέχρι άπειρα σε μέγεθος.
Η θεωρία συνόλων αποδείχτηκε ένας πολύ χρήσιμος τρόπος για να περιγραφούν τα μαθηματικά αντικείμενα, και σύντομα απέκτησε πολύ καίρια θέση στα μαθηματικά.
Ολόκληρο το οικοδόμημα των μαθηματικών (τουλάχιστον ό,τι σχετίζεται με τη θεωρία συνόλων) στηρίζεται σε ένα σύνολο από
εννέα αξιώματα, που ονομάζονται ZFC (Zermelo-Fraenkel set theory with the axiom of Choice), κανόνες δηλαδή που θεωρούνται πως ισχύουν άνευ αποδείξεως, και αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται τα μαθηματικά θεωρήματα. Οι κανόνες ZFC υιοθετηθήκαν τη δεκαετία του 1920 ώστε να διευθετήσουν ζητήματα όπως το παράδοξο του Ράσελ (εάν το σύνολο των συνόλων που δεν περιέχουν τον εαυτό τους, περιέχει τον εαυτό του).
εννέα αξιώματα, που ονομάζονται ZFC (Zermelo-Fraenkel set theory with the axiom of Choice), κανόνες δηλαδή που θεωρούνται πως ισχύουν άνευ αποδείξεως, και αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται τα μαθηματικά θεωρήματα. Οι κανόνες ZFC υιοθετηθήκαν τη δεκαετία του 1920 ώστε να διευθετήσουν ζητήματα όπως το παράδοξο του Ράσελ (εάν το σύνολο των συνόλων που δεν περιέχουν τον εαυτό τους, περιέχει τον εαυτό του).
Παρόλο το συμπαγές οικοδόμημα που κατασκευάστηκε με υλικά τα εννέα αυτά αξιώματα, παρέμειναν ορισμένες «τρύπες», οι οποίες ανησυχούν όσους ειδικεύονται με τη μαθηματική λογική. Μία από τις πιο σημαντικές «τρύπες», αποτελεί η υπόθεση της συνέχειας, που προτάθηκε από τον πατέρα της θεωρίας συνόλων Γκέοργκ Κάντορ το 1878, η οποία ασχολείται με τα διαφορετικά μεγέθη του άπειρου: για παράδειγμα οι ακέραιοι αριθμοί και οι πραγματικοί αριθμοί (αριθμοί με δεκαδικά ψηφία, που υποδηλώνουν μία συνέχεια) είναι και τα δύο άπειρα σύνολα, όμως οι δεύτεροι είναι περισσότεροι από τους πρώτους.
Η υπόθεση της συνέχειας υποστηρίζει πως δεν υπάρχει άπειρο σύνολο του οποίου το μέγεθος να είναι μεταξύ του μεγέθους των ακεραίων και των συνεχών (πραγματικών) αριθμών. Η συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι είτε αληθής είτε ψευδής, και όπως έγραψε ο μεγάλος μαθηματικός Κουρτ Γκέντελ τo 1947 «το γεγονός πως δε μπορούμε να αποφανθούμε για αυτό με τα σημερινά αξιώματα σημαίνει πως τα αξιώματα αυτά δεν επαρκούν για μία ολοκληρωμένη περιγραφή της πραγματικότητας». Ο Γκέντελ είχε ήδη γίνει διάσημος, όταν σε ηλικία 25 χρόνων δημοσίευσε το θεώρημα της μη πληρότητας, το οποίο εν πολλοίς υποδείκνυε τη μη πληρότητα των μαθηματικών αξιωμάτων.
H προσθήκη ενός ακόμη αξιώματος στα θεμέλια των μαθηματικών έχει γίνει έκτοτε διακαής πόθος για ορισμένους μαθηματικούς, με τα επικρατέστερα αξιώματα να είναι δύο ειδών: τα αναγκαστικά αξιώματα (forcing axioms), και το εσωτερικό μοντέλο (inner model) V=απόλυτο L. Εάν προστεθεί στα ZFC ένα αναγκαστικό αξίωμα, η υπόθεση της συνέχειας αποδεικνύεται ψευδής, ενώ το εσωτερικό μοντέλο V=απόλυτο L, την επαληθεύει. Η επιλογή ωστόσο μεταξύ των δύο υποψήφιων αξιωμάτων, φαίνεται να μην είναι τόσο απλή υπόθεση, καθώς επηρεάζει όλο το μαθηματικό οικοδόμημα.
Η προσθήκη ενός αναγκαστικού αξιώματος θεωρείται πως θα αποβεί πιο προσοδοφόρα για την έρευνα στα μαθηματικά, καθώς ανοίγει περισσότερες προοπτικές. Το μοντέλο V=απόλυτο L από την άλλη, φαίνεται πως περιέχει περισσότερους σπόρους αλήθειας. Όπως υποστηρίζουν πολλοί μαθηματικοί, η επιλογή μεταξύ των δύο υποψηφίων σχετίζεται άμεσα με τη φύση του άπειρου. «Ποια αντικείμενα είναι πραγματικά άπειρα στον πραγματικό κόσμο;», διερωτάται ο μαθηματικός Στέφεν Σίμσον, του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, υποστηρίζοντας στη συνέχεια πως εάν ο πραγματικός κόσμος δεν περιέχει άπειρα αντικείμενα, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τα μαθηματικά που τον περιγράφουν.
Υποστηρικτές και των δύο ομάδων, συναντήθηκαν πρόσφατα στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, προκειμένου να παρουσιάσουν τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το θέμα. Σε αυτό που βρέθηκαν όλοι σύμφωνοι ήταν πως η «διαμάχη» θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό ακόμη, μέχρι ένα από τα δύο υποψήφια νέα αξιώματα να φανεί καθαρά πως είναι υποδεέστερο του άλλου. Έως τότε, η αντίληψή μας για το άπειρο θα παραμένει ανθρώπινα ατελής, και τα μαθηματικά θα στερούνται της απόλυτης αντικειμενικότητας που έχουν ανάγκη.
Πηγή: naftemporiki.gr
! !
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ γνώμη μου είναι πως αφού δεν έχουμε ένδειξη πως υπάρχουν άπειρες ποσότητες στο Σύμπαν, δεν θα πρέπει να θεωρούμε τίποτα στον φυσικό κόσμο πως είναι άπειρο. Το άπειρο για μένα είναι ένα παιχνίδι της φαντασίας μας, όπως είναι και ο Θεός, και η αλόγιστη χρήση του δημιουργεί περισσότερα προβλήματα (παράδοξα) απ' όσα προσπαθεί να επιλύσει. Για εμένα το άπειρο επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί μόνο για να δηλώσουμε πως δεν επιθυμούμε να θέσουμε πάνω όριο σε μια μαθηματική ποσότητα που αυξάνεται.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαφωνώ και με την κατηγοριοποίηση των απείρων που έθεσε ο Cantor. Στη δική μου σκέψη π.χ., οι ακέραιοι αριθμοί είναι διπλάσιοι των άρτιων ακέραιων αριθμών. Αυτό αποδεικνύεται με επαγωγή πως είναι αληθές σε οποιοδήποτε πεπερασμένο σύνολο ακεραίων. Τα άπειρα σύνολα είναι κάτι το φανταστικό και το αποτέλεσμα που κατέληξε ο Cantor - ας το παραδεχτούμε - φαίνεται σε όλους μας παράδοξο και αντιδιαισθητικό.
Πάνο, ωραίες (και μεγάλες..και βιάζομαι γμτ..) συζητήσεις ανοίγεις, αλλά -σαν πρώτη δόση εκ μέρους μου- πώς δηλαδή (με ποια έννοια) η επαγωγωή που επικαλείσαι είναι "ανώτερη" του Καντοριανού "διαγώνιου επιχειρήματος" που αναμφισβήτητα αποδεικνύει την αριθμησιμότητα των σχετικών συνόλων ,άρα και την κρίσιμη "αντιστοίχιση 1 προς 1" των συνόλων ακεραίων και αρτίων ας πούμε;
ΔιαγραφήΓια να ισχύει το διαγώνιο επιχείρημα και η 1 προς 1 αντιστοίχιση μεταξύ δύο συνόλων θα πρέπει ΚΑΘΕ στοιχείο του ενός συνόλου να αντιστοιχίζεται σε ένα μόνο στοιχείο του άλλου συνόλου. Π.χ. παίρνοντας στο σύνολο Α όλους τους άρτιους φυσικούς που είναι μικρότεροι από κάποιο οποιοδήποτε Ν και στο σύνολο Β όλους τους φυσικούς που είναι μικρότεροι από το Ν και αντιστοιχίζοντας τα στοιχεία του συνόλου Α στο σύνολο Β, θα δούμε πως μετά από Ν/2 αντιστοιχίσεις τα στοιχεία του Α έχουν τελειώσει ενώ στο Β υπάρχουν ακόμα Ν/2 αναντιστοίχιστα στοιχεία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια άπειρα στοιχεία όμως, η διαδικασία δεν τελειώνει ποτέ και έτσι καμουφλάρεται το αδύνατον του εγχειρήματος.
Μεγάλος παπατζής ο Cantor ;-)
Ε, μα συγγνώμη τώρα,αλλά η επιχειρηματολογία σου μού μοιάζει με τυπική "λογική πλάνη" (fallacy). Συγκρίνεις ανόμια πράγματα (Πεπερασμένους πληθάριθμους με άπειρους πληθάριθμους) και χρησιμοποιείς επιχείρημα που εφαρμόζεται μόνο στα πεπερασμένα σύνολα για να δείξεις κάτι που αφορά τα μη-πεπερασμένα! . Μα ακριβώς τη "φύση" των απειροσυνόλων διερεύνησε ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ Κάντορ και ασφαλώς ιεράρχισε τα μεγέθη των διαφόρων "απείρων". Το διαγώνιο επιχείρημα επειδή ακριβώς εφαρμόζεται (και είναι τόσο απλό και κατανοητό ακόμα και σε ένα μικρό παιδί, και γι'αυτό είναι και τόσο μεγαλοφυές) σε ΟΛΑ τα σύνολα, αποδεικνύει την αριθμησιμότητα και την τάξη αυτής της αριθμησιμότητας.
ΔιαγραφήΣεβαστή οπωσδήποτε Πάνο η "Αριστοτελική" σου θέση/"φόβος" για το "εν ενεργεία" άπειρο, αλλά το ένα είναι φιλοσοφία και το άλλο (το Καντοριανό) αποδεδειγμένα Μαθηματικά. :-)
Διαφωνώ πως το επιχείρημα του Cantor αποδεικνύεται από άλλα μαθηματικά θεωρήματα. Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ εισάγεται ως αξίωμα στη δική του θεωρία των συνόλων. Οι μαθηματικοί τη δέχτηκαν επειδή επιχειρούσε να δαμάσει το άπειρο ενώ φαινόταν να μη δημιουργεί αντιφάσεις με τα καθιερωμένα μαθηματικά. Πρόσφατα όμως φαίνεται να ανακύπτουν προβλήματα με κυριότερο όλων την υπόθεση του συνεχούς που δεν μπορεί ούτε να αποδειχτεί ούτε να διαψευσθεί. Αν όμως δεν δεχτούμε την κατηγοριοποίηση των απείρων που όρισε ο Cantor, τότε είναι προφανές πως η υπόθεση του συνεχούς είναι λανθασμένη, αν φτιάξουμε π.χ. ένα σύνολο που να περιέχει τους ακεραίους και τα μισά τους (1 , 1.5 , 2 , 2.5 , κλπ.).
Διαγραφή