Αυτά τα λόγια τα είπε ένα από τα δυνατότερα πνεύματα του 17ου αιώνα, που ερεύνησε με επιτυχία όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών. Πρόκειται για τον Gottfried Wilhelm Leibnitz, μαθηματική ιδιοφυΐα, εφευρέτη και σπουδαίο φιλόσοφο.
Η ζωή τον Leibnitz παρουσίασε ποικίλες και ενδιαφέρουσες φάσεις. Γεννήθηκε στη Λειψία, πόλη της Γερμανίας, την 1η Ιουλίου 1646, στους κόλπους μιας ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας του άνθρωπος των γραμμάτων, πέθανε σχετικά νέος, όταν ο νεαρός Leibnitz ήταν μόλις 6 χρόνων.
Στο σχολείο, το παιδί έδειξε τέτοια δίψα για μάθηση, που σε πολύ μικρό διάστημα διάβαζε με ευχέρεια πολλά από τα Γερμανικά βιβλία που είχε στη διάθεσή του. Σε ηλικία 12 χρόνων ήταν κάτοχος και των Λατινικών, έτσι που η βιβλιοθήκη του πατέρα του, με την πλούσια συλλογή των Λατίνων συγγραφέων, άνοιξε μπροστά του νέους ορίζοντες γνώσης.
Στο σχολείο, το παιδί έδειξε τέτοια δίψα για μάθηση, που σε πολύ μικρό διάστημα διάβαζε με ευχέρεια πολλά από τα Γερμανικά βιβλία που είχε στη διάθεσή του. Σε ηλικία 12 χρόνων ήταν κάτοχος και των Λατινικών, έτσι που η βιβλιοθήκη του πατέρα του, με την πλούσια συλλογή των Λατίνων συγγραφέων, άνοιξε μπροστά του νέους ορίζοντες γνώσης.
'Ηταν μόλις 15 χρόνων όταν άρχισε να φοιτά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ληψείας. Τα δυο πρώτα πανεπιστημιακά χρόνια του πρόσφεραν λαμπρές ευκαιρίες να γνωριστεί με τους τότε διανοούμενους, που είχαν ήδη αρχίσει ν' αναστατώνουν την επιστήμη και τη φιλοσοφία, καθώς λ.χ. τον Bacon, τον Kepler, τον Galileo και τον Descartes.
Παρόλη την ιδιαίτερη αγάπη που έτρεφε στα Νομικά και τη φιλοσοφία, δεν παρέλειψε να επιδοθεί και στα Μαθηματικά που, όπως αργότερα φάνηκε, θα ήταν ο κύριος κλάδος της επιστημονικής του επίδοσης. Η αίτηση που υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας να του απονεμηθεί ο τίτλος του Διδάκτορα της Νομικής απορρίφθηκε εξαιτίας της νεαρής ηλικίας του. Ήταν τότε μόλις 20 χρόνων. Πικραμένος από την αρνητική απάντηση ο Leibnitz, άφησε για πάντα τη γενέτειρά του, τη Λειψία και πήγε στην ελεύθερη πόλη της Νυρεμβέργης.
Στο πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης του πρόσφεραν όχι μονάχα τα διακριτικά του Διδάκτορα, αλλά και την έδρα τπν Καθηγητή της Νομικής. Ο Leibnitz απέρριψε την προσφορά με τη δικαιολογία ότι είχε «άλλα πράγματα υπόψη του».
Παράλληλα με τα Νομικά τον έθελγαν τα Μαθηματικά και η Φιλοσοφία. Από νεαρή ακόμα ηλικία κατείχε μια βαθιά γνώση της Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης. Με την ίδια όρεξη μελέτησε σε βάθος τους σχολαστικούς θεολόγους και φιλοσόφους του Μεσαίωνα καθώς λ.χ. τον Θωμά Ακινάτη, στου οποίου τα έργα αναφερόταν πολύ συχνά.
Σε ηλικία 21 χρόνων ο Leibnitz είχε κιόλας συγγράψει μια ολόκληρη σειρά από αξιόλογες μελέτες, πάνω σε θέματα φιλοσοφικά, μαθηματικά, θεολογικά, ακόμα και πολιτικά. Όταν λ.χ. υπέβαλε στον εκλέκτορα του Μεντζ ένα σχέδιο για το πώς να προστατέψει τη Γερμανική Αυτοκρατορία, που την απειλούσε η Γαλλία από τη Δύση και η Ρωσία από την Ανατολή, ο εκλέκτορας τόσο πολύ εντυπωσιάστηκε από την πολιτική διορατικότητα του Leibnitz ώστε τον διόρισε επίσημο πολιτικό του σύμβουλο.
Όμως το ευρύ και ανήσυχο πνεύμα του Leibnitz δεν περιορίστηκε στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Νυρεμβέργης, ούτε στην ανακτορική αυλή του Μεντζ. Ο μεγάλος πόθος του για να επιτύχει μεγαλύτερα πράγματα τον έφερε στα πανεπιστήμια Jena και Altdorz. Εκεί βρήκε νέες ευκαιρίες για να επιδείξει την σπάνια επιστημονική του ιδιοφυία. Έγραψε αρκετές φιλοσοφικές μελέτες που είναι γνωστές στον κλάδο της Φιλοσοφίας με το όνομα «μοναδολογία». Είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο το κάθε πρόσωπο ή πράγμα αποτελεί ανεξάρτητη «μονάδα» ή μια τελείως χωριστή ουσία, της οποίας η ύπαρξη βρίσκεται σε αρμονία με τον Θεό και που είναι χωρισμένη από κάθε εξωτερική εμπειρία.
Το Παρίσι επισκέφθηκε το έτος 1671, σαγηνευμένος από την ανθηρή πνευματική ζωή της φημισμένης πρωτεύουσας. Αυτή ήταν και η περίοδος της πλέον καρποφόρας δραστηριότητάς του, ιδιαίτερα στα Μαθηματικά. Οι εφευρέσεις του σ'αυτό τον κλάδο ήταν αρκετά αξιόλογες ώστε να γραφτούν στην ιστορία της επιστήμης. Μεταξύ άλλων μοιράστηκε, με τον σπουδαίο Νεύτωνα, τις τιμές για την εφεύρεση του κλάδου των μαθηματικών, που φέρει το όνομα «Διαφορικός Λογισμός». Η αριθμητική μηχανή του εξάλλου, ήταν μια καταπληκτική εφεύρεση με προσόντα καλύτερα κι από την αριθμητική μηχανή που είχε εφεύρει ο μεγάλος Πασκάλ. Τόση ικανοποίηση αισθάνθηκε ο Leibnitz για αυτή ειδικά την εφεύρεσή του ώστε την παρουσίασε ο ίδιος στις Ακαδημίες των Επιστημών στο Παρίσι και στη Βασιλική Εταιρία του Λονδίνου. Οι έρευνές του στη μηχανική, την οπτική και την υδροστατική, ήταν πλαισιωμένες κι από τις νέες ιδέες του στους κλάδους της Νομικής και της Φιλοσοφίας. Στο αξιόλογο έργο του «Theodicee» επικαλείται συχνά την ανθρώπινη πείρα για ν' αποδείξει τόσο την ύπαρξη του Θεού όσο και για να διαμορφώσει την εκδοχή του περί του Θεού.
Γενικά οι επιστημονικές εργασίες του Leibnitz, συνέβαλαν ουσιαστικά στο ν' αναγνωριστεί η ύπαρξη ενός Δημιουργού του Σύμπαντος, η θεία καταγωγή της ψυχής καθώς και η αθανασία του ανθρώπινου πνεύματος. Αισθανόμενος την αδυναμία του να ευνοήσει τελείως τον Θεό και τους σκοπούς Του, αναγνώρισε με βαθιά ταπείνωση τις αποκαλύψεις του Ιησού Χριστού, δεχόμενος ολόψυχα την ηθική και ιστορική αξία του Ευαγγελίου. Γι' αυτόν οι αποκαλύψεις της Αγίας Γραφής είναι η αληθινή σοφία του Θεού. Γράφει:
«Η Αγία Γραφή μας εξηγεί, ότι οι άνθρωποι θεωρούν τη σοφία του Θεού σαν μωρία. Πράγματι ο απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι το μήνυμα του Ιησού Χριστού ακούγεται σαν «μωρία» από τους 'Ελληνες και σαν «σκάνδαλο» από τους Ιουδαίους. Ενώ θα 'πρεπε οι άνθρωποι να γνώριζαν ότι το μήνυμα που χαρακτηρίζουν «μωρία», στην πραγματικότητα, περικλείει τις πιο πολύτιμες αλήθειες, στις οποίες η ανθρωπότητα μια μέρα θα χρωστούσε τον πιο όμορφο πολιτισμό της».
Η επιστημονική ιδιοφυΐα του Leibnitz συμβάδιζε με την ειλικρίνεια της χριστιανικής του καρδιάς. Σαν επιστήμονας Χριστιανός πίστευε πως οι επιστημονικές ανακαλύψεις πρέπει πάντοτε να ξεκινούν από κίνητρα ευσέβειας και να αποβλέπουν στον έπαινο του σοφού και ένδοξου Δημιουργού.
Αν και στη ζωή του ο Leibnitz γνώρισε κάποιες πικρές απογοητεύσεις, όμως χάρηκε επαίνους, τιμητικούς τίτλους και ανθρώπινες δόξες όχι λίγες. Θεμελίωσε την επιστημονική εταιρία του Βερολίνου, ανέλαβε την ίδρυση της Ρωσικής Ακαδημίας στην Πετρούπολη(μια τιμητική διάκριση που του επιφύλαξε ο Μέγας Πέτρος ο Α'), αναδείχτηκε Βαρώνος και Αυτοκρατορικός σύμβουλος. 'Ομως κανένας δεν θα πίστευε ότι παρόλες αυτές τις τιμές θα έφευγε από τη ζωή φτωχός και παραμελημένος. Εξασθενημένος από αρρώστια, χτυπημένος από διαμάχες και πικραμένος από την αγνωμοσύνη των ανθρώπων ο Leibnitz πέθανε στις 14 του Νοέμβρη 1716.
Ο θάνατός του δεν θεωρήθηκε γεγονός άξιο σημασίας ούτε στους επιστημονικούς κύκλους του Λονδίνου αλλ' ούτε και στο Βερολίνο, όπου είχε ιδρύσει την Ακαδημία των Επιστημών. Στην κηδεία του η μόνη που παραβρέθηκε για να τον κλάψει ήταν η γραμματέας του. Με θλιμμένη καρδιά έκανε το σχόλιο: «Τον θάψαμε σάμπως να ήταν κάποιος ληστής, παρά σαν αυτό που πράγματι ήταν: το στολίδι της πατρίδας του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου