Μια διαχρονική περιδιάβαση στη µαθηµατική λογοτεχνία
Του Τεύκρου Μιχαηλίδη
Η λογοτεχνία, ως καθρέφτης του κοινωνικού γίγνεσθαι µέσα στο οποίο δραστηριοποιείται έχει τη δυνατότητα – για να µην πούµε την αποστολή – να λαµβάνει τα σήµατα που εκπέµπονται από τον περίγυρό της και να τα καταγράφει αφού πρώτα τα αναπλάσει µέσα από τις δικές της ιδιότυπες διαδικασίες ανάγνωσης.
Παρόλο που κατά κανόνα είναι δεκτικότερη στους παλµούς που εκπέµπονται από την καθηµερινότητα, τον πολιτικοκοινωνικό προβληµατισµό και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις δεν παραµένει αδιάφορη από την έντονη δραστηριοποίηση στο χώρο της φυσικής φιλοσοφίας ή όπως συνηθίζουµε να λέµε σήµερα, των θετικών επιστηµών. Ωστόσο τα Μαθηµατικά, το κατ’ εξοχήν λιτό, αυστηρό και µονοσήµαντο γνωστικό αντικείµενο ελάχιστη γοητεία ασκούν στους θεράποντες της γλώσσας. Οι αναφορές σε αυτά είναι προσεκτικές, µετρηµένες και µαρτυρούν ένα µείγµα δέους και θαυµασµού από τη µεριά του λογοτέχνη.
Και αυτή είναι µια σχεδόν ενιαία στάση από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης γραπτού λόγου µέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εµφανίζονται τα πρώτα δείγµατα αυτού που γενικά και αόριστα θα ονοµάσουµε «µαθηµατική λογοτεχνία».
Και αυτή είναι µια σχεδόν ενιαία στάση από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης γραπτού λόγου µέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν εµφανίζονται τα πρώτα δείγµατα αυτού που γενικά και αόριστα θα ονοµάσουµε «µαθηµατική λογοτεχνία».
∆ίκην παραδείγµατος, ας παραβάλουµε δυο ινδικές σούτρες που χρονολογούνται (µε αρκετή αβεβαιότητα) περίπου από το 1000 π.Χ. µε ένα στίχο του Αισχύλου από τον Προµηθέα ∆εσµώτη (γύρω στο 460 π.Χ.). Γράφει λοιπόν ο άγνωστος ινδός ποιητής για το Γκανίτ, την τέχνη δηλαδή των Μαθηµατικών:
Όπως τα φτερά που παγωνιού και τα πολύτιµα πετράδια τοποθετούνται στο ψηλότερο µέρος του κορµιού έτσι και η θέση του Γκανίτ είναι στο ψηλότερο κλαδί των Βέδα.
Άλλος µεταγενέστερος (;) συµπατριώτης του παρατηρεί:
Τι ωφελούν τα πολλά λόγια; Ότι στον κόσµο υπάρχει που κινείται ή δεν κινείται δε µπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς Γκανίτ.
∆εµένος στο βράχο, τιµωρηµένος απ’ το ∆ία γιατί τόλµησε να προσφέρει στους θνητούς γνώσεις που αρµόζουν µόνο σε θεούς, ο Προµηθέας απαριθµεί στο χορό των Ωκεανίδων τα δώρα που χάρισε στους ανθρώπους. Κι ανάµεσα σ’ αυτά, τα προορισµένα µόνο για αθανάτους αγαθά... µα και τον αριθµό, την πιο τρανή σοφία βρήκα για χάρη τους εγώ…
Το παράξενο είναι ότι την ίδια εποχή που η λογοτεχνία περιορίζεται σε λιγόλογες και λιτές αναφορές στα Μαθηµατικά, άλλες µορφές τέχνης όπως η Γλυπτική και η Αρχιτεκτονική για παράδειγµα, χώνονται «µέχρι το λαιµό» στη µαθηµατική διαδικασία. Βεβαίως, ενώ για τη λογοτεχνία της κλασσικής Ελλάδας τα Μαθηµατικά αποτελούν αντικείµενο απλής καταγραφής µιας πραγµατικότητας που υπάρχει γύρω της χωρίς να την επηρεάζει άµεσα, στις πλαστικές τέχνες ο ρόλος των Μαθηµατικών στην αναζήτηση, τον προβληµατισµό, το σχεδιασµό είναι καθοριστικός. Η έννοια της οµοιότητας φέρει πιθανότατα την ευθύνη γι’ αυτή τη διαφοροποίηση. Ο µαθηµατικός µετασχηµατισµός που δηµιουργεί «όµοια» σχήµατα, διατηρεί δηλαδή τις αναλογίες στις διαστάσεις ενώ αφήνει τις γωνίες αµετάβλητες ονοµάζεται οµοιοθεσία. Για παράδειγµα µια οµοιοθεσία µε λόγο 2 µετατρέπει ένα ορθογώνιο τρίγωνο µε πλευρές 3,4 και 5 εκατοστά σ’ ένα «όµοιο» ορθογώνιο τρίγωνο µε τις ίδιες ακριβώς γωνίες και πλευρές 6,8 και 10 εκατοστά. Στη σηµερινή τεχνολογική εποχή θα λέγαµε ότι οµοιοθεσία είναι ο µετασχηµατισµός που υλοποιεί η φωτογραφική µηχανή ή το µικροσκόπιο.
Η οµοιοθεσία λοιπόν, είτε διαισθητική – εµπειρική, είτε και θεωρητικά καταγεγραµµένη και συνειδητά εφαρµοζόµενη (και γνωρίζουµε ότι ήδη από την εποχή του Θαλή το θεωρητικό υπόβαθρο της οµοιότητας υπήρχε) είναι σηµαντική τόσο για το γλύπτη που προσπαθεί να αποτυπώσει την πραγµατικότητα σε σµίκρυνση ή (σπανιότερα) σε µεγέθυνση όσο και για τον αρχιτέκτονα που συλλαµβάνει το οικοδόµηµα στη φαντασία του, το αποτυπώνει µέσω µιας «αυτόµατης» οµοιοθεσίας στο σκαρίφηµα και µέσω µιας δεύτερης, πολύ πιο µαθηµατικής οµοιοθεσίας το µετατρέπει σε κτήριο.
Όµως η αλληλεπίδραση Μαθηµατικών και πλαστικών τεχνών δε σταµατά εκεί. Η αναζήτηση της αισθητικής τελειότητας µέσα από µια µαθηµατική σχέση έρχεται να υλοποιήσει την Πυθαγόρεια επιταγή ότι «όλα είναι αριθµός» δηλαδή ότι όλα όσα συναντούµε στη φύση αλλά και όσα ο νους και η ψυχή µας δηµιουργούν µπορούν - οφείλουν - να εκφραστούν µε αριθµούς. Έτσι η χρυσή τοµή, ο χωρισµός δηλαδή ενός µήκους σε άνισα µέρη τέτοια ώστε ο λόγος του µικρού προς το µεγάλο να ισούται µε το λόγο του µεγάλου προς το όλον γίνεται σχεδόν αυτοσκοπός στις πλαστικές αισθητικές αναζητήσεις της κλασσικής αρχαιότητας. Η χρυσή αναλογία είναι πανταχού παρούσα στα αγάλµατα του Φειδία, ενώ το χρυσό ορθογώνιο, ένα ορθογώνιο που οι πλευρές του έχουν το λόγο της χρυσής τοµής κυριαρχεί στα κτήρια µε κορυφαίο παράδειγµα τον Παρθενώνα. Η µαθηµατικοποίηση αυτή της αισθητικής τελειότητας µεταφέρεται στο µεσαίωνα και την αναγέννηση, όπου παίρνει το όνοµα «θεϊκή» (proortione divina) αλλά και µέχρι τις µέρες µας που είναι ορατή στο έργο του Le Corbusier για παράδειγµα.
Ας επιστρέψουµε ωστόσο στη λογοτεχνία. Πολύ µεγαλύτερη ελευθερία και άνεση αισθάνονται οι λογοτέχνες όταν αντί για το αντικείµενο ασχολούνται µε τους δηµιουργούς. Έτσι οι αναφορές στους µαθηµατικούς είναι και πολυπληθέστερες και πιο παιγνιδιώδεις. Το κλισέ του «αφηρηµένου µαθηµατικού» που ζει λίγο πολύ στον κόσµο του, λειτουργεί µε δικούς του λογικούς κανόνες και είναι συχνά εκτός πραγµατικότητας είναι αρκετά συνηθισµένο στα κείµενα του Αριστοφάνη. Έτσι ο κατά τα άλλα αξιοσέβαστος µαθηµατικός Μέτων που ασχολήθηκε περί το 430 µε την αναµόρφωση του ηµερολογίου εµφανίζεται στους Όρνιθες ως ένα «ψώνιο» που θέλει να τετραγωνίσει τον κύκλο και να γεωµετρήσει τον αέρα. Τα ανέκδοτα για τους µαθηµατικούς πρέπει να ήταν στην ηµερήσια διάταξη στην αρχαία Αθήνα αφού ούτε και ο Πλάτων αποφεύγει τον πειρασµό να διηγηθεί ένα που αναφέρεται µάλιστα στον κορυφαίο – κατά την κοινή γνώµη της εποχής – έλληνα µαθηµατικό, το Θαλή.
Αυτή η διαφοροποίηση: σεβασµός, δέος και λιτές αναφορές στα Μαθηµατικά, γκροτεσκοποίηση και αδυσώπητη σάτιρα για τους µαθηµατικούς θα διατηρηθεί µέχρι τις µέρες µας. Είναι παρούσα στον ∆άντη, όπου οι καταφάσεις που κατοχυρώνονται µε µια µαθηµατική απόδειξη αποτελούν την ένδειξη της απόλυτης αλήθειας (...αν τρίγωνο µπορείς σε µισοκύκλι δίχως ορθή γωνία ποτέ να µπάσεις...) ενώ οι µαθηµατικοί αποτελούν το χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτών που αναζητούν πράγµατα πέρα από τις δυνάµεις τους. (Ως ο γεωµέτρης που όλος βυθισµένος τον κύκλο να µετρήσει µα δε βρίσκει στο νου του το θεµέλιο που έχει ανάγκη...)
Η ίδια διχοτοµία συναντάται και στη λογοτεχνία της Επιστηµονικής Επανάστασης, της συγκλονιστικής εκείνης εκατονταετίας, όπου η Γη εξοβελίστηκε από το κέντρο του σύµπαντος σε µια ταπεινή ελλειπτική τροχιά γύρω από τον Ήλιο, η Ευκλείδεια Γεωµετρία έγινε οικουµενική, οι νόµοι της κίνησης αγκάλιασαν τόσο τα ουράνια σώµατα όσο και τα µικροσκοπικά σωµατίδια και οι έννοιες του άπειρου και του απειροστού που από τη βαθιά αρχαιότητα προκαλούσαν τρόµο και αποστροφή απέκτησαν το δικό τους µαθηµατικό υπόβαθρο µε την ανάπτυξη του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισµού.
Έτσι ο Γκιούλιβερ, ο διάσηµος ήρωας του Jonathan Swift (1667 – 1745), σ’ ένα από τα ταξίδια του θα φτάσει στη Λαπούτα, ένα νησί που αιωρείται µεταξύ γης και ουρανού (ο συµβολισµός είναι σχεδόν προκλητικά προφανής) και που διοικείται από µαθηµατικούς. Οι κάτοικοι του νησιού περνούν το χρόνο τους ασχολούµενοι µε τους τέσσερις κλάδους του Quadrivium, Γεωµετρία, Αριθµητική, Αστρονοµία και Μουσική. Τόσο πολύ απασχοληµένοι είναι µε τις επιστηµονικές ενατενίσεις τους που παραµελούν τις στοιχειώδεις κοινωνικές τους υποχρεώσεις. Έτσι διατηρούν υπηρέτες που έχουν ως µοναδική αποστολή να τους θυµίζουν πότε πρέπει να µιλήσουν ή να ακούσουν χτυπώντας τους ελαφρά στο στόµα ή στο αυτί αντίστοιχα. Τα ρούχα τους είναι διακοσµηµένα µε αστρονοµικά σύµβολα, τα εδέσµατά τους σερβίρονται κοµµένα σε κανονικά γεωµετρικά σχήµατα. Όµως τα σπίτια τους είναι κακοχτισµένα και ετοιµόρροπα γιατί, όπως και ο Πλάτων, απεχθάνονται την πρακτική Γεωµετρία και αρνούνται να εφαρµόσουν τις µαθηµατικές τους γνώσεις για ταπεινούς καθηµερινούς σκοπούς.
Πέρα όµως από την καθιερωµένη σατιρική διάθεση για τους µαθηµατικούς που από την εποχή του Αριστοφάνη κινείται στους ίδιους άξονες άσχετα µε το αν ο κάθε λογοτέχνης συνεισφέρει το προσωπικό του ταλέντο και στιλ, εντοπίζουµε εδώ ένα καινούργιο στοιχείο. Πρόκειται για την έµµεση, ενδεχοµένως και ασυναίσθητη επιρροή που ασκούν οι επιστηµονικές εξελίξεις στην ουσία του µύθου. Έτσι πιο πολύ κι από τις ευθείες αναφορές στους µαθηµατικούς της Λαπούτα, η επίδραση των Μαθηµατικών είναι φανερή στα δυο πρώτα ταξίδια του Γκιούλιβερ, στη χώρα των Λιλιπούτιων και των Μπρόµπντιγκναγκ. Στην πρώτη περίπτωση ο ήρωας ναυαγεί σε µια χώρα µικροσκοπικών πλασµάτων που έχουν ακριβώς τα ίδια φυσικά και νοητικά χαρακτηριστικά µε τους συνηθισµένους ανθρώπους αλλά είναι πενήντα φορές µικρότεροι. Στη δεύτερη, ο Γκιούλιβερ είναι ο µικροσκοπικός σε µια χώρα γιγάντων. Αυτό το εύρηµα της διατήρησης των ιδιοτήτων υπό κλίµακα που θα το «δανειστούν» στη συνέχεια και άλλοι συγγραφείς όπως ο Βολταίρος δεν είναι άσχετο ούτε µε την πρόσφατη εφεύρεση και διάδοση των τηλεσκοπίων και των µικροσκοπίων, ούτε κυρίως µε την ανάπτυξη του Απειροστικού Λογισµού. Έχουµε δηλαδή για πρώτη φορά όχι απλή αναφορά στα Μαθηµατικά αλλά διείσδυση αφηρηµένων µαθηµατικών εννοιών στην πλοκή και τα ευρήµατα.
Περίπου ενάµισι αιώνα αργότερα η παρουσία των µαθηµατικών στο έργο του Lewis Carroll είναι και πιο έντονη και πιο οργανωµένη. Βεβαίως, το γεγονός ότι πίσω από το ψευδώνυµο του δηµιουργού της Αλίκης στη χώρα των θαυµάτων (1865) κρύβεται ο µαθηµατικός Charles Lutwidge Dodgson, λέκτορας στο Πανεπιστήµιο της Οξφόρδης παίζει σηµαντικό ρόλο. Χωρίς να γίνεται η παραµικρή ευθεία αναφορά στη συγκεκριµένη επιστήµη, χωρίς κανένας από τους φανταστικούς ήρωες να έχει σχέση µε τον κλάδο, η παρουσία των Μαθηµατικών σε κάθε εύρηµα, σε κάθε ευφυολόγηµα σε κάθε αποστροφή του λόγου είναι έντονη. Αν δεν υπήρχαν τόσες άλλες λογοτεχνικές κατηγορίες που να τα διεκδικούν θα λέγαµε ότι τα µυθιστορήµατα του Carroll είναι τα πρώτα δείγµατα Μαθηµατικής Λογοτεχνίας.
Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1884, κυκλοφόρησε το Φλάτλαντ του Edwin Abbot. Είναι η εποχή που πολλαπλασιάζονται οι δηµοσιεύσεις σχετικά µε τις γεωµετρίες τεσσάρων διαστάσεων, ένα µαθηµατικό εργαλείο εξαιρετικά - όπως αποδείχθηκε αργότερα – χρήσιµο, αυστηρά θεµελιωµένο από επιστηµονική άποψη, αλλά για το οποίο ακόµα και όσοι έχουν κάποια εξοικείωση µε τις θετικές επιστήµες δεν διαθέτουν καθόλου προσλαµβάνουσες παραστάσεις. Τα εκλαϊκευτικά άρθρα συγγραφέων όπως ο Charles Hinton δεν κατορθώνουν να παρουσιάσουν µε εύληπτο τρόπο το θέµα. Η ανυπαρξία «βασιλικής οδού» προς τη Γεωµετρία, την οποία είχε ανακοινώσει ο Ευκλείδης επιβεβαιώνεται για άλλη µια φορά. Και τότε ο ιερέας και δηµοδιδάσκαλος Abbot έχει µια πρωτοφανή για τα παιδαγωγικά χρονικά σύλληψη: Γράφει ένα µυθιστόρηµα που εκτυλίσσεται στο χώρο των δύο διαστάσεων. Από θέσεως ισχύος ο τρισδιάστατος αναγνώστης κατανοεί τις δυσκολίες που θα είχαν επίπεδα όντα να κατανοήσουν την τρίτη διάσταση και τις συγκρίνει µε τις δικές του δυσκολίες να συλλάβει την έννοια της τέταρτης. Ωστόσο η Φλάτλαντ δεν είναι ένα καµουφλαρισµένο µάθηµα Γεωµετρίας. Είναι µια ολοκληρωµένη νουβέλα που σατιρίζει καυστικά ήθη και έθιµα της Βικτωριανής Αγγλίας, ένα σαφώς λογοτεχνικό κείµενο όπου τα Μαθηµατικά εντάσσονται αρµονικά στην πλοκή και δηµιουργούν αυτό που ανεπιφύλακτα θα χαρακτηρίσουµε ως το πρώτο µαθηµατικό µυθιστόρηµα. Η Φλάτλαντ δηµιούργησε παράδοση. Μια σειρά από συγγραφείς σ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα επιχείρησαν να γράψουν τη συνέχεια.
Επιτυχέστερη προσπάθεια είναι κατά τη γνώµη µας η πρόσφατη Φλάτερλαντ του κορυφαίου μαθηµατικού Ian Stewart. Ωστόσο ο εικοστός αιώνας είναι ο αιώνας της Φυσικής. Η άνθηση της Επιστηµονικής Φαντασίας µαρτυρεί αδιάψευστα ότι η επιστήµη που κατ’ εξοχήν επηρέασε τους µυθοπλάστες της περασµένης εκατονταετίας είναι η Φυσική. Χρονοµηχανές, διαστηµικά ταξίδια, λέιζερ, ατοµική ενέργεια, τηλεµεταφορά, διακτινισµός, κάθε υπαρκτός και ανύπαρκτος φυσικός νόµος
επιστρατεύθηκε στην υπηρεσία αυτού του δηµοφιλούς (και όχι πάντοτε παρακατιανού) λογοτεχνικού είδους. Τα Μαθηµατικά, ίσως µε εξαίρεση κάποια µυθιστορήµατα του Ασίµωφ και του Gregory Benford έχουν µικρή έως και ασήµαντη συνεισφορά. Όµως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε να διαφαίνεται µια µεταστροφή. Η τεράστια εκδοτική επιτυχία που είχαν διεθνώς πρώτα Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντµπαχ του Απόστολου ∆οξιάδη και στη συνέχεια Το θεώρηµα του παπαγάλου του Ντενί Γκετζ άνοιξαν τους κρουνούς µιας συνεχούς ροής µαθηµατικών µυθιστορηµάτων ενώ και η θεατρική παραγωγή, διστακτική µέχρι τώρα στο να αγγίξει ένα τόσο δύσκολα «οπτικοποιήσιµο» αντικείµενο όπως αυτό των Μαθηµατικών, δείχνει τώρα να κινητοποιείται.
Φυσικά ούτε το στιλ, ούτε το επίπεδο ούτε η ποιότητα είναι ενιαία. Την τελευταία δωδεκαετία κυκλοφόρησαν αρκετά αριστουργήµατα, πολλά ευχάριστα και αποδεκτά έργα καθώς και τα αναπόφευκτα σκουπίδια. Σ’ αυτό τον τοµέα η µαθηµατικοκεντρική µυθοπλασία επιβεβαιώνει τον κανόνα. Αν όµως συµφωνήσουµε ότι στη λογοτεχνική παραγωγή καθρεφτίζονται οι τάσεις, τα ρεύµατα και οι διαθέσεις της κοινωνίας, θα οδηγηθούµε στο συµπέρασµα ότι η ακµή της µαθηµατικής λογοτεχνίας σηµατοδοτεί µια αναθέρµανση του ενδιαφέροντος, ενδεχοµένως και µια 5 µεταστροφή της κοινής γνώµης για τον παραδοσιακό µπαµπούλα της σχολικής µας ηλικίας. Με ότι καλό ή κακό µπορεί αυτό να υποκρύπτει.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Επτά Ηµέρες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου