Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν εφαπτομένη μιας καμπύλης την ευθεία που έχει ένα μόνο κοινό σημείο μ' αυτήν, χωρίς να την τέμνει και την κατασκεύαζαν με βάση γεωμετρικές ιδιότητες που απορρέουν απ' αυτόν τον ορισμό. Έτσι ήταν γνωστός ο τρόπος κατασκευής εφαπτομένων στον κύκλο και τις κωνικές τομές (έλλειψη, παραβολή, υπερβολή). Επίσης, με προσφυγή σε κινηματικές μεθόδους, ο Αρχιμήδης είχε επινοήσει μέθοδο κατασκευής της εφαπτομένης μιας καμπύλης που είναι σήμερα γνωστή ως "έλικα του Αρχιμήδη".
Η επόμενη εξέλιξη στο ζήτημα αυτό έγινε στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν άρχισε η συστηματική εφαρμογή αλγεβρικών μεθόδων στη γεωμετρία. Το επόμενο παράδειγμα δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η Άλγεβρα εφαρμόζεται στον προσδιορισμό της εφαπτομένης μιας παραβολής.
Έστω η εξίσωση $y = f(x) = x^2$ μιας παραβολής με κορυφή την αρχή των αξόνων και $M(x_0,y_0)$ ένα σημείο της, στο οποίο ζητείται να κατασκευαστεί μια εφαπτομένη ε. Η κατασκευή αυτή μπορεί να γίνει αν προσδιορίσουμε ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο της ε, όπως π.χ. το σημείο Τ στο οποίο τέμνει τον άξονα των τετμημένων.
Θεωρούμε ένα άλλο σημείο της παραβολής, το Ν(x1, y1), πολύ γειτονικό του Μ, τέτοιο ώστε $x_1 = x_0 + h$ (το $h$ θεωρείται εδώ μια απειροελάχιστη μεταβολή του $x_0$). Στην περίπτωση αυτή τα ορθογώνια τρίγωνα $ΜΡΤ$ και $ΝΣΤ$ μπορούν να θεωρηθούν κατά προσέγγιση όμοια και άρα θα ισχύει κατά προσέγγιση η αναλογία . Αν θέσουμε $TP = s$, τότε διαδοχικά θα ισχύει :
Το πρώτο μέλος αυτής της κατά προσέγγιση ισότητας γράφεται :
και έτσι η (1) γίνεται
.
Αν τώρα θέσουμε, όπως οι μαθηματικοί του 17ου αιώνα, $h = 0$ βρίσκουμε από την τελευταία ότι
.
Γνωρίζοντας λοιπόν το σημείο επαφής $M(x_0,y_0)$, προσδιορίζουμε από την τελευταία το μήκος $TP = s$ που μας δίνει αμέσως το σημείο $Τ$. Η ευθεία $ΜΤ$ είναι η ζητούμενη εφαπτομένη της παραβολής. Η προηγούμενη διαδικασία ήταν ένας από τους δρόμους που οδήγησαν ιστορικά, στην έννοια της παραγώγου.
Κανόνες παραγώγισης
Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, οι μαθηματικοί είχαν κατορθώσει να μετασχηματίσουν όλη τη μακροσκελή διαδικασία παραγώγισης σε εφαρμογή ορισμένων κανόνων και τύπων, με τη βοήθεια κατάλληλα επιλεγμένων συμβόλων. Πρωτοπόροι προς αυτήν την κατεύθυνση υπήρξαν οι I. Newton και ο G. Leibniz. O Leibniz συμβόλιζε την απειροελάχιστη μεταβολή μιας ποσότητας $x$ με $dx$ (διαφορικό του $x$). έτσι, π.χ. για τη συνάρτηση $y = x^2$ του προηγούμενου παραδείγματος, η αντίστοιχη μεταβολή του y (διαφορικό του y) ήταν :
Παραλείποντας την πολύ μικρή (συγκρινόμενη με τις άλλες) ποσότητα (dx)2 προέκυπτε η $dy = 2xdx$ (εδώ η παράγωγος $2x$ ονομάζονταν "διαφορικός συντελεστής") και τελικά η , ένας συμβολισμός που διατηρείται μέχρι σήμερα, χωρίς όμως να έχει νόημα πηλίκου. Με τον τρόπο αυτό ο Leibniz απέδειξε το 1677 τον κανόνα για τον υπολογισμό της μεταβολής του γινομένου δύο μεταβλητών $x$ και $y$, που αποτελεί μια "πρωτόγονη" μορφή του σημερινού κανόνα της παραγώγου ενός γινομένου συναρτήσεων
Παραλείποντας και εδώ την πολύ μικρή ποσότητα $dxdy$, παίρνουμε τη σχέση
$d(xy) = xdy + ydx$
Με την εισαγωγή και καθιέρωση αυτών των κανόνων και συμβολισμών, η έννοια της παραγώγου εξελίχθηκε σ' ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο και διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό τις εφαρμογές της μαθηματικής ανάλυσης.
Παράλληλα όμως, οι ασάφειες που επισημάναμε αποτελούσαν μια διαρκή πρόκληση για τους μαθηματικούς που αντιμετώπιζαν με κριτικό πνεύμα τα θεμέλια της επιστήμης τους. Ο πρώτος αυστηρός ορισμός αυτής της έννοιας, που στηρίζεται στην έννοια του ορίου, δόθηκε για πρώτη φορά το $1823$ από τον A.L. Cauchy:
" Όταν η συνάρτηση παραμένει συνεχής σ' ένα διάστημα της μεταβλητής $x$ και δοθεί σ' αυτή τη μεταβλητή μια τιμή που ανήκει σ' αυτό το διάστημα, τότε κάθε απειροελάχιστη αύξηση της μεταβλητής παράγει μια απειροελάχιστη αύξηση της συνάρτησης. Συνεπώς, αν τεθεί , τότε οι δυο όροι του πηλίκου διαφορών
θα είναι απειροελάχιστες ποσότητες. Αλλά ενώ αυτοί οι δυο όροι θα προσεγγίζουν επ' άπειρον και ταυτόχρονα το όριο μηδέν, το πηλίκο μπορεί να συγκλίνει προς κάποιο άλλο όριο, θετικό ή αρνητικό, Αυτό το όριο, όταν υπάρχει έχει μια ορισμένη τιμή για κάθε συγκεκριμένο $x$, αλλά μεταβάλλεται μαζί με το $x$.
Η μορφή της νέας συνάρτησης που θα εκφράζει το όριο του λόγου
θα εξαρτάται από τη μορφή της δοσμένης συνάρτησης $y = f(x)$.
Για να ξεχωρίσουμε αυτήν την εξάρτηση, δίνουμε στη νέα συνάρτηση το όνομα παράγωγος συνάρτηση και τη συμβολίζουμε, με τη βοήθεια ενός τόνου, $yʹ$ ή $f ʹ(x)$.
Με αφετηρία αυτόν τον ορισμό, ο Cauchy υπολόγισε τις παραγώγους των βασικών συναρτήσεων και απέδειξε τους κανόνες της παραγώγισης. Π.χ. για τον ιδιαίτερα σημαντικό κανόνα της παραγώγου μιας σύνθετης συνάρτησης, έδωσε την ακόλουθη απόδειξη:
"Έστω z μια δεύτερη συνάρτηση του $x$, συνδεόμενη με την πρώτη $y = f(x)$ μέσω του τύπου $z = F(y)$. Η z ή $F[f(x)]$ είναι αυτή που ονομάζεται συνάρτηση μιας συνάρτησης της μεταβλητής x και αν οι απειροελάχιστες και ταυτόχρονες αυξήσεις των $x, y$ και $z$ συμβολιστούν με $Δx, Δy, Δz$ αντίστοιχα, τότε θα είναι
Από αυτήν, περνώντας στα όρια, έχουμε
(*) Ένα αδύνατο σημείο αυτής της απόδειξης, που αφορά την ισότητα (1), είναι ότι για μικρές, μη μηδενικές τιμές του $Δx$, μπορεί να ισχύει $Δy = f(x+Δx) − f(x) = 0$.
Γιατί να παραλείπεται η ποσότητα (dx)^2; Δεν προκύπτει σφάλμα στη θεωρία; Αυτά που μαθαίνουμε δηλαδή στο Λύκειο για τις παραγώγους είναι απλά προσεγγίσεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΦώτη, απλά και ξεκάθαρα, όχι!
ΔιαγραφήΟ διαφορικός λογισμός είναι ΑΠΟΛΥΤΑ ακριβής, και οι τύποι των διαφόρων παραγωγίσεων που μαθαίνετε επίσης.
Αλλά η ιστορική εξέλιξη (που είναι θέμα ολόκληρων βιβλίων, και ως εκ τούτου δεν περιγράφεται από μία σελίδα σχολικού βιβλίου) πέρασε από πολλούς ατραπούς, μία από τις οποίες ήταν και ο από λογική άποψη ασαφής ή και λάθος! (και πιο πολύ διαισθητικός) χειρισμός των απειροστών ποσοτήτων από τους Λάιμπνιτς (κυρίως) και Όϋλερ. Τον "γόρδιο δεσμό" έκοψε με το σπαθί του ο Κωσύ (αν και όχι ακριβώς με τον τρόπο που γράφει η σελίδα..αλλά είπαμε, μια γενική προσέγγιση-ενημέρωση επιχειρείται. Κακώς κατά την ταπεινή μου γνώμη,αλλά αυτό είναι άλλης τάξης ζήτημα.) με την έννοια του ορίου, την οποία όρισε με σχετική ακρίβεια και η οποία βελτιώθηκε στη συνέχεια οριστικά από τον Βάιερστρας (Weierstrass)
Κατά το εισαγωγικό:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν εφαπτομένη μιας καμπύλης την ευθεία που έχει ένα μόνο κοινό σημείο μ' αυτήν, χωρίς να την τέμνει και την κατασκεύαζαν με βάση γεωμετρικές ιδιότητες που απορρέουν απ' αυτόν τον ορισμό.
Αυτό βέβαια δεν είναι αληθές. Απορώ. Το αληθές του ορισμού είναι:
β΄.[2]. Εὐθεῖα κύκλου ἐφάπτεσθαι λέγεται, ἥτις ἁπτομένη τοῦ κύκλου καὶ ἐκβαλλομένη οὐ τέμνει τὸν κύκλον.
Τι σχέση έχει ο εισαγωγικός του θέματος ορισμός με τον ευκλείδειο; Μην αποδίδετε στους αρχαίους Έλληνες υποκειμενικές ερμηνείες που εισήχθησαν με το έτσι θέλω. Αναφέρεται κάπου στον ευκλείδειο ορισμό η λέξη – έννοια, σημείο; Πως την εισάγετε και την αποδίδεται στους αρχαίους Έλληνες τόσο απερίσκεπτα; Γιατί το κάνετε αυτό μαθηματικοί; Επειδή δεν μπορεί να σας ελέγξει κανείς και αισθάνεστε ασφαλείς με τα πτυχία στον τοίχο; Και η συνείδηση δεν σας λέει τίποτα; Τα παιδιά μας και τα δικά σας παιδιά είναι αυτά που διδάσκετε να το θυμόσαστε πάντα.
Οι αρχαίοι Έλληνες (και αναφέρομαι αποκλειστικά στον Ευκλείδη, διότι άλλος δεν υπήρξε να καταστήσει σύστημα τα μαθηματικά), δεν διατυπώνουν (ο Ευκλείδης δηλαδή) ορισμό της τομής των γραμμών. Επομένως δεν είναι αληθές ότι ο ορισμός της εφαπτομένης αναφέρεται σε κοινό σημείο. Η άποψη είναι ξεκάθαρα εμβόλιμη απόφαση και αυθαίρετη ερμηνεία που παραποιεί τον ορισμό του οποίου μάλιστα γίνεται επίκληση! Διαβάστε τον ορισμό της εφαπτομένης. Άλλο το άπτομαι (που στα ελληνικά σημαίνει αγγίζω) και άλλο το κοινό σημείο μεταξύ των γραμμών του κύκλου και της ευθείας.
Αληθές είναι λοιπόν, ότι η τομή και το κοινό σημείο της τομής, ορίζεται εκτός του Ευκλείδη και αποδίδεται με το «έτσι θέλω» στον Ευκλείδη, όπως στον Ευκλείδη αποδίδετε και ο παραποιημένος ορισμός του περί τον κύκλο.
Αυτός είναι ο αυθαίρετος ετσιθελικός ορισμός που εισάγεται στην ευκλείδεια γεωμετρία, αφού αναφερόμαστε στους αρχαίους Έλληνες.
Οι ευθείες ε και ε΄ που έχουν κοινό σημείο το σημείο Α, λέμε ότι τέμνονται στο Α το οποίο λέγεται σημείο τομής τους.
[Θεωρητική Γεωμετρία Α΄ Λυκείου, του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ), των Αλιμπινίση, Δημάκου, Εξαρχάκου, Κοντογιάννη, Τασσόπουλου, Σελίδα 18]
Τι θα πει «λέγεται» μαθηματικοί; Στο κάθε αξιωματικό σύστημα υπάρχουν ορισμοί σαν ερμηνείες των εννοιών που χρησιμοποιούμε, υπάρχουν και κοινές έννοιες (σε ότι αφορά τον Ευκλείδη). Μόνο που δεν υπάρχει το «λέγεται»!!! Το λέγεται μου θυμίζει κουτσομπολιό στις γειτονιές και ανάλυση στα καφενεία. Πάντως όχι μαθηματικά.
Εξίσου αληθές είναι ότι υπάρχει παραποίηση της έννοιας του κύκλου εκ του Ευκλειδείου ορισμού:
Ο ευκλείδειος ορισμός:
ιε΄ [15]. Κύκλος ἐστὶ σχῆμα ἐπίπεδον ὑπὸ μιᾶς γραμμῆς περιεχόμενον [ἣ καλεῖται περιφέρεια], πρὸς ἣν ἀφ' ἑνὸς σημείου τῶν ἐντὸς τοῦ σχήματος κειμένων πᾶσαι αἱ προσπίπτουσαι εὐθεῖαι [πρὸς τὴν τοῦ κύκλου περιφέρειαν] ἴσαι ἀλλήλαις εἰσίν.
Η σύγχρονη παραποίησή του:
Κύκλος (κυκλικός δίσκος) είναι το επίπεδο σχήμα το οποίο περιέχεται σε μία γραμμή που ονομάζεται περιφέρεια (κύκλος), της οποίας τα σημεία ισαπέχουν από ένα σημείο που βρίσκεται στο εσωτερικό του κύκλου.
(Κ.Ε.ΕΠ.ΕΚ - Ευκλείδη Στοιχεία - Εξαρχάκος - ΤΟΜΟΣ Ι - Σελίδα 90)
Συνεχίζεται…
Ο δάσκαλος Ευκλείδης, ούτε σε κυκλικό δίσκο αναφέρεται, ούτε σε ιπτάμενο δίσκο, ούτε σε δίσκο της εκκλησίας υπέρ πτωχών και αδυνάτων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που αναφέρει ο κύριος Εξαρχάκος (με πλήθος συνεργατών του μαθηματικών και όχι μόνο που συνυπογράφουν την παρουσίαση των Στοιχείων στα σύγχρονα ελληνικά) σαν κυκλικό δίσκο, είναι ο εκ του ευκλείδειου ορισμού κύκλος (περιεχόμενο της περιφέρειας) την δε περιφέρεια τον ονομάζει περιφέρεια και όχι κύκλο. Κατά τον αναφερόμενο ορισμό, κύκλος είναι και το περιεχόμενο της περιφέρειας και η ίδια η περιφέρεια, ενώ για τον Ευκλείδη αυτά είναι έννοιες εξ ορισμού διαφορετικές ήτοι: Κύκλος είναι το περιεχόμενο σχήμα στην γραμμική περιφέρεια.
Επομένως το «Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν εφαπτομένη μιας καμπύλης την ευθεία που έχει ένα μόνο κοινό σημείο μ' αυτήν, χωρίς να την τέμνει και την κατασκεύαζαν με βάση γεωμετρικές ιδιότητες που απορρέουν απ' αυτόν τον ορισμό», είναι απόλυτα ψευδές.
Μήπως όμως είναι αληθές και με την εμβόλιμη σύγχρονή εκδοχή περί κοινού σημείου τομής; Όχι βέβαια. Είναι εντελώς αντίθετη από τον εμβόλιμο ορισμό: Οι ευθείες ε και ε΄ που έχουν κοινό σημείο το σημείο Α, λέμε ότι τέμνονται στο Α το οποίο λέγεται σημείο τομής τους.
Δύο γραμμές όταν έχουν κοινό σημείο, εκ του πάνω διατυπωμένου εμβόλιμου ορισμού, τέμνονται!
Γιατί η καμπύλη και η ευθεία που έχουν ένα κοινό σημείο εφάπτονται και δεν τέμνονται κατά το εισαγωγικό; Μα είναι φανερό ότι αν δεχθούμε ότι τέμνονται δεν μπορεί να είναι εφαπτόμενες διότι αντιβαίνουν στον ευκλείδειο ορισμό της εφαπτομένης.
Αναφέρομαι σε γραμμές και όχι μόνο σε ευθείες γραμμές, διότι η «τομή» δεν αφορά μόνο τις ευθείες αλλά και τις καμπύλες μεταξύ τους και τις καμπύλες με τις ευθείες μεταξύ τους. Π.χ. στις σχετικές σχέσεις ευθείας και κύκλου «λέμε» τέμνουσα τον κύκλο την ευθεία, όταν ευθεία και κύκλος έχουν μόνο δύο κοινά σημεία.
Πως γίνεται λοιπόν στην μεν εφαπτομένη το κοινό σημείο να μην τέμνει τις γραμμές καμπύλη και ευθεία και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις όταν αναφερόμαστε στην περιφέρεια του κύκλου [την οποία καταχρηστικά μετονομάσαμε (Κ.Ε.ΕΠ.ΕΚ) σε κύκλο] με ευθεία η ίδια τομή να ονομάζεται επαφή;
Συνεχίζεται…
Δεν χρειάζεται ούτε σχήμα να κάνω:
ΑπάντησηΔιαγραφήΈστω κύκλος με κέντρο κ.
Φέρω την εφαπτομένη να έχει μόνο ένα κοινό σημείο με τον κύκλο (περιφέρεια). Τότε λέμε ότι η ευθεία δεν τέμνει τον κύκλο (κατά την νεότερη εισηγμένη εκδοχή του ορισμού του κύκλου) παρά το ότι έχουν κοινό σημείο. Αν στη συνέχεια σβήσω ένα μικρό μέρος της περιφέρειας ώστε ο κύκλος να μην είναι ολοκληρωμένος, τότε τι ισχύει;
Α. Ο εμβόλιμος ορισμός: Οι γραμμές (ευθείες και καμπύλες) ε και ε΄ που έχουν κοινό σημείο το σημείο Α, λέμε ότι τέμνονται στο Α το οποίο λέγεται σημείο τομής τους.
Β. Ο εισαγωγικός του θέματος: Ονομάζεται εφαπτομένη μιας καμπύλης η ευθεία που έχει ένα μόνο κοινό σημείο μ' αυτήν, χωρίς να την τέμνει.
Και με το αστυφύλαξ και με το χωροφύλαξ δεν γίνεται. Αυτές οι πρακτικές δεν είναι αντάξιες των μαθηματικών διακόνων, διότι εδώ όπως διαπιστώνουμε αποδεικτικά, ο καθένας ότι θέλει λέει και το ονομάζει μαθηματικά.
Υγεία