Το πρόσωπο που άλλαξε την πορεία των μαθηματικών, το 1832, ήταν ο Εβαρίστ Γκαλουά. Η ημερομηνία της μονομαχίας με τον αντίζηλό του ήταν δεδομένη· κι αυτός ο ιδιοφυής εικοσάχρονος, αντί να εξασκείται στη σκοποβολή, προσπαθούσε νυχθημερόν να βρει τη λύση στο γρίφο που κληρονόμησε από τον Άμπελ: ποιος είναι ο τύπος που δίνει τις λύσεις της πεμπτοβάθμιας εξίσωσης;
Ο Εβαρίστ Γκαλουά, αυτός ο ταλαντούχος Γάλλος μαθηματικός, έζησε τα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν την τελευταία εξορία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Σε αντίθεση με τους συμμαθητές του, που αφοσιώθηκαν στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της εποχής, ο Γκαλουά προτίμησε να βυθιστεί στη μελέτη των μαθηματικών. Όνειρό του ήταν να επιλύσει την πεμπτοβάθμια, την υπέρτατη εξίσωση, και να μπει στο Πολυτεχνείο. Όμως, το μέγεθος της ευφυΐας του και η ουσιαστική προσφορά του στα μαθηματικά εκτιμήθηκαν μόνο μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, στην ηλικία των είκοσι ενός χρόνων, κατά τη διάρκεια μιας μονομαχίας με πιστόλια, όταν διεκδίκησε την αγαπημένη του από τον επίσημο αρραβωνιαστικό της.
Οι μαθηματικές ιδιοφυΐες είναι άνθρωποι του πνεύματος –άνθρωποι παράξενοι και, επίσης, πολύ σπάνιοι. Στον «Γάλλο Μαθηματικό», ένας συγγραφέας με σπουδαίο μυθοπλαστικό ταλέντο, καταφέρνει να συνδυάσει την πολυπλοκότητα του μαθηματικού νου με τα γεγονότα μιας συγκλονιστικής ιστορικής περιόδου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα είχα προβλέψει όλα ώς την τελευταία λεπτομέρεια. Κάθε βήμα οδηγούσε αναπόδραστα στο επόμενο, σαν να επρόκειτο για απόδειξη λαμπρού θεωρήματος, ως την τελική ριπή που ακόμη αντηχεί στο χώρο και το χρόνο. Πεσμένος μπρούμυτα σ’ ένα νοτισμένο χαλί από πευκοβελόνες, αγκάλιασα με όλο μου το σώμα τη μοιραία σφαίρα. Όνειρα, αναμνήσεις, ώς και τα μαθηματικά που τόσο αγάπησα και που τα συμπεριέλαβα στη διαθήκη μου –όλα ξεθώριαζαν, ώσπου συρρικνώθηκα σ’ ένα μοναδικό σημείο. Μέσα σε μια στιγμή μεταμορφώθηκα σε i.
i = μία φανταστική οντότητα
Εδώ, σ’ αυτόν τον πολύπλοκο χώρο, δεν είμαι πια ο παρορμητικός νέος που θέλησε κάποτε ν’ αλλάξει τον κόσμο, στην αρχή με έναν μαθηματικό τύπο κι ύστερα με τη φωτιά. Τώρα πια ξέρω τι σημαίνει να έχεις ατέλειωτη υπομονή και, κάθε φορά που κάποιος διαβάζει για τον Εβαρίστ Γκαλουά, μέσα απ’ το κείμενο ανασταίνεται αυτό το i, που προτιμά να μένει πάντα μια ιδέα κάτω απ’ την επιφάνεια, σαν χρυσόψαρο που τσιμπολογάει τη δαντελωτή άκρη ενός φύλλου που επιπλέει. Οι μύθοι που γράφονται με μελάνι είναι πιο ισχυροί απ’ αυτούς που γράφονται με αίμα (εκτός κι αν υπάρχει κανένας αρχαίος ποιητής που έσκιζε τις φλέβες του κι έγραφε τα έπη του με αίμα, πράγμα που μου διαφεύγει). Το κείμενο λειτουργεί σαν αμφίδρομος καθρέφτης, επιτρέποντάς μου να ρίχνω ματιές στη ζωή και την εποχή του αναγνώστη. Ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα το i που είμαι να αναστηθεί χάρη σ’ ένα κείμενο που θα με εξωθεί να περάσω στην άλλη πλευρά. Θέλετε αποδείξεις ότι υπάρχω; Αναρωτιέστε πού βρίσκομαι; Κάτω από κάθε λέξη, πίσω από κάθε γράμμα, στην πλευρά κάθε τελείας που δε θα ’ρθει ποτέ στο φως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Πρέπει να μοιάζω αξιολύπητος για τον άνθρωπο που με κοιτάει από ένα παράθυρο του τέταρτου ορόφου πάνω απ’ το μαντρότοιχο του προαυλίου. Μοιάζει με στούντιο κάποιου καλλιτέχνη. Ποιος ξέρει, μπορεί αυτή τη στιγμή να φτιάχνει το σκίτσο μου με ένα κομμάτι κάρβουνο –το σκίτσο ενός μικρόσωμου νέου, με ακατάστατα μαύρα μαλλιά, έντονα φρύδια και στόμα πουλιού. Απ’ όταν άρχισε το πρωινό διάλειμμα, στέκομαι σ’ αυτή τη γωνιά του προαυλίου, χωμένος κάτω από μια φτελιά, στο δαντελωτό ίσκιο των κλαδιών της. Μια μυρωδιά από καμένο χαρτί γεμίζει το προαύλιο. Ο καπνός που ανεβαίνει από έναν κοντινό αποτεφρωτή σχηματίζοντας σπείρες, ξεδιπλώνεται σαν πλαγιαστή γραφή στον καθαρό χειμωνιάτικο ουρανό. Με τα χέρια σταυρωμένα, τις γροθιές σφιγμένες και τα νύχια μπηγμένα στις παλάμες μου, κοιτάζω με θλίψη την κοντή, λεπτή σκιά μου, που μοιάζει να μην άλλαξε σχεδόν καθόλου απ’ όταν πρωτοήρθα στο Λουί-λε-Γκραν πριν από τρία χρόνια. Στις δεκαπέντε του περασμένου Οκτώβρη, θα με περνούσε κανείς για δωδεκάχρονο. Τα άλλα αγόρια που άρχισαν την ίδια εποχή με μένα, ψήλωσαν αρκετά στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου: τα πρόσωπά τους γέμισαν σπυράκια, το χνούδι στα μάγουλά τους σκούρυνε, οι μηροί και οι φωνές τους χόντρυναν. Σφίγγω τα δόντια καθώς σκέφτομαι ότι ο πρόσφατος υποβιβασμός μου είχε να κάνει περισσότερο με τη μειωμένη σωματική μου ανάπτυξη και λιγότερο με τη χαμηλή μου επίδοση σε μερικά μαθήματα.
Άσ’ τους αυτούς να χαίρονται το παρόν! Χάρισμά τους –το μέλλον, όμως, μου ανήκει. Όταν τα ηλίθια παιχνίδια τους θα έχουν μαρμαρώσει και το γέλιο τους θα έχει σκορπίσει στον άνεμο, οι δικές μου σκέψεις θα παραμένουν αθάνατες, όχι μόνο σ’ ετούτη τη γλώσσα, αλλά και σε άλλες, για τις οποίες δεν έχει επινοηθεί ακόμη αλφάβητο. Από τότε που μάθαινα να διαβάζω υπό το παρακινητικό βλέμμα της Μητέρας, η μαγεία του μελανιού πάντα μου κινούσε την περιέργεια και διαισθανόμουν πως το όνομά μου θα μείνει για πάντα τυπωμένο στο χαρτί. Μήπως γι’ αυτό είναι τόσο έντονη η εσωτερική μου φωνή; Μήπως αυτή η φωνή είναι η προβολή του εαυτού μου στο μέλλον; Σα μήνυμα, που σφραγίστηκε σ’ ένα μπουκάλι και ρίχτηκε στον ωκεανό. Αν το ’χω στη μοίρα μου να γραφτούν πράγματα για μένα, τότε οι ενσυνείδητες προσπάθειές μου στο εδώ και τώρα ενδέχεται να επηρεάσουν το πώς θα παρουσιαστεί αργότερα η ζωή μου.
–Γκαλουά είσαι κορίτσι! Γκαλουά είσαι κορίτσι!
Ένα κύμα καυτής ανάσας εκτοξεύεται στ’ αφτί μου. Προτού καλά καλά προλάβω να του ζητήσω το λόγο, αυτός που με πείραξε τρέχει γελώντας δυνατά στην άλλη άκρη της αυλής, κάνοντας το λεπτό στρώμα πάγου στις λακκούβες να τρίζει κάτω απ’ τα πόδια του. Πώς τους μισώ όλους –τους μαθητές, τους δασκάλους, το Διευθυντή. Αυτό το σχολείο είναι σκέτη φυλακή. Γιατί να επιμείνει τόσο ο Πατέρας να πάω σχολείο στο Παρίσι; Στο σπίτι στο Μπουρ-λα-Ρεν ήμουν ευτυχισμένος. Αν έμενα εκεί, θα φρόντιζε η Μητέρα για την εκπαίδευσή μου. Εξάλλου, εκείνη μ’ έμαθε να γράφω και να διαβάζω, μαζί της γνώρισα τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά και, αργότερα, εκείνη με μύησε στην ανάγνωση της Βίβλου. Η αλήθεια είναι πως ήταν απαιτητική, σχεδόν σκληρή, ως δασκάλα, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για τη Βίβλο. Με αποζημίωνε, όμως, η συντροφιά του Πατέρα. Οι πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις μου είναι μαζί του: να τραγουδάμε μαζί, να απαγγέλλουμε τα ποιήματά του, να διασκεδάζουμε τους καλεσμένους με μικρά σκετς βασισμένα στην Ιλιάδα, σε έργα του Ρακίνα και του Σαίξπηρ, που σε τέτοιο βαθμό τον λάτρευε ο Πατέρας ώστε υποστήριζε ότι το όνομά του ήταν παραφθορά του Γαλλικού Ζακ-Πιέρ. Συχνά, θυμάμαι, παίζαμε τη σκηνή με το φάντασμα απ’ τον Άμλετ: εκείνος υποδυόταν το νεκρό Βασιλιά κι εγώ τον Πρίγκιπα. Τόσο πολύ παθιαζόμουν μ’ αυτή τη σκηνή, που έτρεμα σύγκορμος και τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα ακούγοντας τον Πατέρα. Οι καλεσμένοι ξεσπούσαν καλοπροαίρετα σε γέλια και χειροκροτήματα. Πόσο όμορφα ήταν τότε, ενώ τώρα, μια ολόκληρη άβυσσος χωρίζει εκείνες τις μέρες από τούτο το απαίσιο μέρος.
Σε μια γωνιά του προαυλίου, βλέπω τέσσερα αγόρια να παίζουν ένα παιχνίδι. Πρώτα, παριστάνουν κάποιον αριθμό με τα δάχτυλα, έπειτα προσθέτουν τους αριθμούς και αρχίζουν να μετρούν με τη φορά του ρολογιού. Ο παίκτης στον οποίο τελειώνει το μέτρημα, πρέπει να δεχτεί απ’ τους άλλους ένα χτύπημα στην ανάστροφη της παλάμης. Άραγε, αν μετρούσαν με την αντίθετη φορά, πάλι ο ίδιος παίκτης θα έτρωγε το χτύπημα; Αμέσως, με ένα αίσθημα βαθιάς βεβαιότητας, καταλαβαίνω ότι αν το άθροισμα είναι ζυγός αριθμός και το μέτρημα αρχίζει και στις δύο περιπτώσεις απ’ τον ίδιο παίκτη, τότε η φορά επηρεάζει την έκβαση. Αν πάλι το άθροισμα είναι μονός αριθμός, τότε δεν υπάρχει διαφορά.
Ξαφνικά, ακούω μέσα μου τη φωνή της Μητέρας, αυστηρή και στριγκιά. Θυμάμαι ακόμη πώς πετάγονταν οι τένοντες στο λαιμό της όταν μου διάβαζε την Ιλιάδα. Η αγαπημένη μου ιστορία ήταν αυτή του Αίαντα. Πόση συμπάθεια ένιωθα για τον άτυχο, τραγικό ήρωα! Κατανοούσα απόλυτα την κατήφειά του και την πράξη στην οποία τον οδήγησε η απόγνωσή του. Συχνά, όταν μου απαγόρευαν κάτι, ή όταν δε γινόταν το δικό μου, έπαιρνα το ξύλινο σπαθί μου, κρυβόμουν πίσω απ’ το σπίτι και προσποιούμουν πως είμαι ο Αίας. Κάποια φορά, μισοθαμμένος στα κόκκινα φύλλα του σφενταμιού, φαντάστηκα πως αιωρούμουν πάνω απ’ το σωριασμένο μου κορμί και πως κοίταζα τον εαυτό μου από ψηλά, νιώθοντας γι’ αυτόν οίκτο που έπεσε θύμα μιας τόσο σκληρής μοίρας και αντλώντας απ’ αυτό τον αυτοοικτιρμό μια παράξενη ευχαρίστηση. Τώρα, όμως, μέσα σ’ αυτή τη φυλακή, δεν υπάρχει καιρός για τέτοια παιχνίδια. Εδώ οι ευκαιρίες για φαντασιώσεις σπανίζουν κι ο χώρος για ιδιωτικές στιγμές είναι δυσεύρετος. Κοιμάμαι στον ίδιο κοιτώνα με άλλους σαράντα, στέκομαι κάθε πρωί στην ουρά για να πλυθώ, τρώω στην κοινή τραπεζαρία και παρακολουθώ μαθήματα απ’ τις έξι το πρωί ώς τις εννέα το βράδυ. Καταδικασμένος να ανέχομαι τη διαρκή παρουσία αυτών που μισώ, βρίσκω ανάπαυλα μόνο στο λυτρωτικό σκοτάδι την ώρα που σβήνουν τα φώτα στον κοιτώνα, οπότε μπορώ να ταξιδέψω απερίσπαστος με τη μνήμη και τη φαντασία μου.
Και τώρα που τελείωσε επιτέλους το πρώτο τρίμηνο του τρίτου και τελευταίου έτους, με υποβιβάζουν ξανά στο δεύτερο! Πράγμα που σημαίνει ότι ο εγκλεισμός μου σ’ αυτή την ανυπόφορη φυλακή παρατείνεται για άλλους έξι μήνες!
Ρητορική! Θα μπορούσα άνετα να έχω περάσει αυτό το άχρηστο μάθημα. Θα τους δείξω, όμως! Τόσον καιρό, για να γελοιοποιήσω αυτούς, έκανα το χαζό μες στην τάξη. Ο λόγος που δεν τα πήγαινα καλά στη Ρητορική ήταν επειδή ήθελα να εκνευρίσω το δάσκαλο, που με έκανε έξω φρενών με το πολύξερο ύφος του. Αποτελεσματική χρήση της γλώσσας! Εγώ αρνιόμουν να ακολουθήσω τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού. Για να του δείξω, μάλιστα, πόσο τον αψηφώ, συχνά οι εργασίες που του παρέδιδα ήταν γραμμένες σύμφωνα με τους κανόνες της δικής μου γραμματικής. Οικοδομούσα τις προτάσεις έτσι που να εκφράζουν τη ροή της δικής μου σκέψης, όχι των άλλων. Με διασκέδαζε αφάνταστα αυτό το παιχνίδι, που το νόημά του μπορεί να ήταν για μένα πεντακάθαρο, όμως εκείνον τον μπέρδευε.
Μερικές φορές, στα ονειροπολήματά μου χρησιμοποιούσα μια γλώσσα εντελώς προσωπική, φτιαγμένη από ήχους μαγικούς και συμβολισμούς που με ταξίδευαν σ’ έναν άλλο κόσμο. Συνήθως, όμως, με ξυπνούσε βίαια απ’ αυτή τη ρέμβη το γρύλισμα του δασκάλου, που έπαιρνε τα ακαταλαβίστικα κείμενά μου και τα διάβαζε στους υπόλοιπους. Οι συμμαθητές μου λύνονταν στα γέλια ενώ ο δάσκαλος χαμογελούσε σαρκαστικά. Θυμάμαι τον εαυτό μου σε τέτοιες περιπτώσεις να δαγκώνω τα χείλια μου για να κρύψω τη χαρά μου και να απολαμβάνω ένα αίσθημα ανωτερότητας, που πήγαζε απ’ το γεγονός ότι είχα καταφέρει να τους προκαλέσω αυτά τα ξέφρενα γέλια, να τους κάνω, με άλλα λόγια, να δείχνουν γελοίοι. Όσο περισσότερο γελούσαν αυτοί, τόσο πιο δυνατά χτυπούσε εμένα η καρδιά μου και βεβαιωνόμουν για την υπεροχή μου. Μόνο σε ανόητους και μικρόμυαλους ταιριάζουν τέτοια χαχανητά, σκεφτόμουν. Έπειτα, φανταζόμουν τον Ναπολέοντα εξόριστο, να στέκεται μελαγχολικός με τα χέρια σταυρωμένα σε κάποια βραχώδη παραλία, περιμένοντας την κατάλληλη συγκυρία για την επάνοδό του, ενώ οι Βασιλόφρονες περνούσαν τα απογεύματά τους χασκογελώντας με ανόητα αστεία.
Πάνω στο σταυρό του παρεκκλησιού ένα κοράκι κρώζει παραπονιάρικα, έπειτα πετάει σ’ ένα κλαδί από πάνω μου κι αρχίζει να στρώνει με το ράμφος τις φτερούγες του. Ένα μεγάλο φτερό στροβιλίζεται ανάμεσα στα κλαριά και προσγειώνεται στα πόδια μου. Το σηκώνω και περιεργάζομαι με θαυμασμό το σχήμα και τη μυτερή του άκρη. Θα γινόταν ωραία πένα. Οι αρχαίοι Έλληνες προμάντευαν το μέλλον απ’ τα πουλιά. Πώς θα ερμήνευαν, άραγε, αυτό το φτερό;
Τον τελευταίο χρόνο ξύπνησαν μέσα μου διάφορα σκοτεινά συναισθήματα: εκτός από το μίσος που θρέφω για τους γύρω μου, άρχισα να νιώθω και μια ανεκπλήρωτη λαχτάρα για κάτι απροσδιόριστο, μια φιλοδοξία χωρίς συγκεκριμένο στόχο, μια αίσθηση ότι φεύγω πια απ’ την παιδική ηλικία και ακολουθώ ένα κάλεσμα μακρινό, που μόλις ακούγεται, και που τη μια νομίζω ότι δεν είναι παρά η αδύναμη ηχώ της ίδιας μου της φωνής και την άλλη ότι είναι μια φωνή πρωτάκουστη που με καλεί επιτακτικά σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω απόλυτα. Κάτι τέτοιες στιγμές, αισθάνομαι βαθιά μέσα μου ότι προορίζομαι για κάτι μεγάλο, κι ας μην ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό.
Τρία αγόρια προβάλλουν από τα αποχωρητήρια, ρίχνουν ένα σκανταλιάρικο βλέμμα προς τα γραφεία των καθηγητών και διασχίζουν βιαστικά το προαύλιο. Οι δύο είναι στον τρίτο χρόνο κι ο άλλος στο δεύτερο. Ο πιο μικρός δείχνει φοβισμένος και οι άλλοι δύο σχεδόν τον σέρνουν. Άλλη μία τελετή μύησης! Ένα αγόρι της τρίτης τάξης προσπάθησε να μυήσει κι εμένα όταν πρωτοήρθα. Μου μίλησε για κάποια μυστική πηγή ηδονής, για έναν τρόπο να απαλλαγώ απ’ τις άγρυπνες νύχτες και με διαβεβαίωσε πως αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να γίνω άνδρας. Τον ακολούθησα, θυμάμαι, στα αποχωρητήρια που έζεχναν. Εκείνος, αφού ορκίστηκε ότι ετοιμαζόταν να με μυήσει σε κάποια απερίγραπτη ηδονή, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και γλίστρησε μέσα το χέρι του. Αμέσως, όρμησα έξω τρέχοντας και ξέρασα σε μιαν άκρη της αυλής. Εκείνη τη στιγμή, πήρα όρκο να μην υποβιβάσω ποτέ τον εαυτό μου προβαίνοντας σ’ αυτή την αηδιαστική πράξη. Όχι επειδή την καταδίκαζε η Εκκλησία, αλλά επειδή είχα καταλάβει ότι όσοι απείχαν απ’ αυτήν ήταν κατά κάποιον τρόπο ανώτεροι απ’ αυτούς που ενέδιδαν. Αποχή για μένα σήμαινε να νικήσω το ένστικτο με το πνεύμα, να ζήσω σύμφωνα με τις επιταγές μιας ανώτερης ηθικής, να αρθώ στο ύψος ενός ήρωα. Λίγες μέρες αργότερα, ο σπυριάρης μαθητής της τρίτης με πλησίασε στο προαύλιο και μου φώναξε κατάμουτρα ότι δε θα γινόμουν ποτέ μου άντρας. Εγώ του απάντησα ότι προτιμούσα να αυτοκτονήσω παρά να ακολουθήσω το δικό του παράδειγμα. Χαμογέλασε ειρωνικά, αφήνοντας να φανούν τα πρασινισμένα του δόντια, κι έτρεξε προς τα αποχωρητήρια.
Στο άκουσμα του κουδουνιού που αναγγέλλει την έναρξη του επόμενου μαθήματος, με διαπερνά ένα ρίγος. Μαθηματικά. Στην ουσία, είναι η πρώτη φορά που διδάσκομαι αυτό το μάθημα. Με τη Μητέρα, έμαθα ελάχιστα πράγματα πέρα απ’ τις βασικές αριθμητικές γνώσεις. Πάνε τώρα δύο εβδομάδες που παρακολουθώ το μάθημα του Βερνιέ, στο τμήμα για αρχάριους. Μη έχοντας συνέλθει ακόμη εντελώς από το πλήγμα του υποβιβασμού, δυσκολεύομαι να μελετήσω ή έστω να βρω κάποιο ενδιαφέρον στο καινούριο μάθημα. Τα πρώτα μαθήματα τα πέρασα καθισμένος στα τελευταία θρανία, βυθισμένος σε σκέψεις μελαγχολικές, να ζωγραφίζω το προφίλ του Ναπολέοντα αντί να λύνω τις ασκήσεις. Ακούς να με αφήσουν στην ίδια τάξη! Τώρα θα δουν! Είμαι βέβαιος ότι οι δάσκαλοι συνωμότησαν εναντίον μου και έδωσαν επίτηδες άσχημη εικόνα για μένα στον Πατέρα, που διάβασε την αναφορά τους πριν δύο μήνες, στις διακοπές των Χριστουγέννων.
Το απόγευμα που έφτασα στο σπίτι, όταν με κάλεσε στο γραφείο του, σάστισα με το πόσο είχε γεράσει από την τελευταία μου επίσκεψη. Τα σκούρα μαλλιά του ήταν τώρα σταχτιά και διέκρινες μια σκοτεινιά στο βλέμμα του. Να ήταν από την πολλή δουλειά; Ο Πατέρας ήταν δήμαρχος στο Μπουρ-λα-Ρεν, μια θέση που απόκτησε κατά τον πόλεμο των Εκατό Ημερών και που κατάφερε να διατηρήσει και μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Όταν επανήλθε η μοναρχία, ορκίστηκε στο όνομα του Λουδοβίκου XVIII, αρνούμενος ωστόσο να αποκηρύξει τις βαθιά φιλελεύθερες ιδέες του και τα φλογερά Δημοκρατικά του αισθήματα. Ο Πατέρας δεν είναι ούτε υποκριτής ούτε οπορτουνιστής: ο λόγος που ορκίστηκε ήταν για να μην πάρει τη θέση κάποιος μοναρχικός. Πέρα απ’ τα καθήκοντά του ως δήμαρχος, διευθύνει και το οικοτροφείο της πόλης, που το κληρονόμησε απ’ τον Παππού, ο οποίος με τη σειρά του το είχε αναλάβει κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Το σχολείο αποδείχθηκε αρκετά κερδοφόρα επιχείρηση και ξέρω ότι ο Πατέρας με προετοιμάζει για διάδοχό του.
–Με απογοήτευσες, Γιε μου, είπε άτονα, τσιμπώντας με τα δάχτυλα το πιγούνι του. Τον περασμένο Αύγουστο δεν τους άφησα να σε υποβιβάσουν γιατί πίστευα στις ικανότητές σου. Έλπιζα ότι θα με έβγαζες ασπροπρόσωπο, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται έκανα λάθος.
Ούτε στιγμή δε σήκωσα το βλέμμα απ’ το μελανοδοχείο πάνω στο γραφείο του. Να έφταιγαν άραγε οι χαμηλοί μου βαθμοί για την αλλαγή που έβλεπα επάνω του;
–Από τον έλεγχό σου φαίνεται ότι δε σημείωσες την παραμικρή πρόοδο. Το αντίθετο μάλλον. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό, ας πούμε; «Με εξαίρεση τις τελευταίες εβδομάδες που μελέτησε λίγο, κι αυτό από το φόβο των κυρώσεων, ο μαθητής αυτός υπήρξε γενικά αμελής. Επιπλέον, η ιδιοτροπία του χαρακτήρα του τον απομονώνει απ’ τους συμμαθητές του.»
–Ή πάλι εδώ: «Αν και η συμπεριφορά του είναι κάπως παράξενη, ο μαθητής είναι πολύ ευγενικός, αθώος και διαθέτει σημαντικά προτερήματα. Δεν είναι ποτέ μισοδιαβασμένος –ή δεν έχει μάθει καθόλου το μάθημα, ή το έχει μάθει καλά.»
–Τι σημαίνουν όλα αυτά, Γιε μου; Γι’ αυτό σε έστειλα στο Παρίσι;
Ξαφνικά, ένιωσα ένα σκίρτημα τύψεων. Τον Πατέρα τον αγαπούσα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον και ήθελα πραγματικά να τον ευχαριστήσω παίρνοντας καλούς βαθμούς, όμως μου ήταν αδύνατο να ξεπεράσω το μίσος που αισθανόμουν για όλους στο σχολείο.
–Τέλος πάντων. Τούτη τη φορά δεν το γλιτώνεις. Δεν μπορώ να μεσολαβήσω και δεύτερη φορά. Αναγκαστικά, θα υποστείς άλλο ένα εξάμηνο στη δεύτερη χρονιά. Φρόντισε τουλάχιστον να κερδίσεις κάτι απ’ αυτόν τον υποβιβασμό. Διάλεξε κάποιο άλλο μάθημα, τα μαθηματικά ας πούμε.
Ακούμπησε το χέρι στον ώμο μου και με κοίταξε τρυφερά. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα την ανάγκη να του ζητήσω συγγνώμη και να του υποσχεθώ ότι θα τα πήγαινα καλύτερα. Τελικά, όμως, δεν αφέθηκα στην παρόρμηση να πέσω κλαίγοντας στην αγκαλιά του. Εκείνος, διαβάζοντας τη συγκίνηση στα μάτια μου, πήγε προς το παράθυρο που έβλεπε στην πλατεία της πόλης, παραμέρισε τη δαντελένια κουρτίνα και αγνάντεψε την εκκλησία στο βάθος.
–Ζούμε σε μια εποχή αβεβαιότητας, Γιε μου, μου είπε σιγανά. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει του χρόνου. Το μόνο πράγμα στο οποίο μπορείς να βασίζεσαι είναι η εξυπνάδα σου, Εβαρίστ. Μια καλή εκπαίδευση θα είναι χρήσιμο εφόδιο για την υπόλοιπη ζωή σου.
Ήθελα όσο τίποτα στον κόσμο να τον ξαναδώ χαρούμενο, κι αν αυτό που χρειαζόταν για να φύγει η ανησυχία απ’ το βλέμμα του ήταν να μάθω μαθηματικά, τότε αυτό θα έκανα.
Ο επιστάτης χτυπάει το κουδούνι, προειδοποιώντας τους αργοπορημένους κι όσους είναι απρόθυμοι ν’ αφήσουν το παιχνίδι τους. Ζυγιάζοντας το φτερό στη μία μου παλάμη, προσπαθώ να συγκρίνω το βάρος του με το βάρος της λεπτής ηλιαχτίδας που πέφτει στην άλλη.
Μήπως τελικά αξίζει τον κόπο να προσπαθήσω; Να σταματήσω να κάνω το χαζό, τουλάχιστον στα μαθηματικά, για χατίρι του Πατέρα;
Έχω μείνει μόνος μου στο προαύλιο, με μόνη συντροφιά ένα τσούρμο ανοιξιάτικα μαυροπούλια που τσιμπολογούν τα χαλίκια εκεί που πέφτει η σκιά μου. Θαρρείς και υπογράφω κάποια επίσημη απόφαση, παίρνω το φτερό και με την κεράτινη άκρη του χαράζω στην ανάστροφη του κατακόκκινου από το κρύο χεριού μου το όνομά μου:
Εβαρίστ Γκαλουά, 14 Φεβρουαρίου 1827
O Συγγραφέας του Βιβλίου
Tom Petsinis
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου