Ο μεγάλος Βυζαντινός λόγιος και «πρύτανης» του Πανδιδακτηρίου της Κωνσταντινουπόλεως Λέων, ήταν γνωστός στην εποχή του ως Λέων ο φιλόσοφος ή μαθηματικός. Γεννήθηκε κάπου στη Θεσσαλία, γύρω στο 790 μ.Χ. Τη στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβε στην Άνδρο, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Κατόπιν, σπούδασε γραμματική στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και φιλοσοφία. Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν οι θετικές επιστήμες. Γι’ αυτό ξαναγύρισε στην Άνδρο και, υπό την καθοδήγηση κάποιου σοφού δασκάλου – μοναχού, άρχισε την αναζήτηση σπάνιων χειρογράφων μαθηματικών και αστρονομίας.
Ένας χρονογράφος της εποχής αναφέρει τα εξής για τη δίψα του Λέοντος για γνώση: «Ενώ τον θαύμαζαν πολλοί για τη σοφία του και τον τρόπο κατά τον οποίο έφθασε στο ύψιστο σημείο όλων των επιστημών, λέγεται ότι είπε (ο Λέων) σε κάποιο φίλο του, πως τη γραμματική και την ποιητική την έμαθε όταν έμενε στην Κωνσταντινούπολη, τη δε ρητορική και τη (φυσική) φιλοσοφία και τη γνώση των αριθμών, την απέκτησε όταν ήρθε στην Άνδρο.
Διότι εκεί, αφού συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο και διδάχθηκε απ’ αυτόν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, επειδή η ποσότητα της γνώσης που βρήκε δεν τον ικανοποίησε, άρχισε να τριγυρίζει στα μοναστήρια και ερευνούσε τα βιβλία που υπήρχαν και προσπαθούσε να τα αποκτήσει. Ανέβαινε κατόπιν στις κορυφές των βουνών και, με μεγάλη προσοχή, αφού εμβάθυνε στη μελέτη των βιβλίων, ανυψωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ύψος της γνώσης. Όταν χόρτασε πλέον να μαθαίνει, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και άρχισε να σπέρνει τα σπέρματα των επιστημών στη σκέψη όσων επιθυμούσαν». Από το παραπάνω απόσπασμα συμπεραίνεται αβίαστα, πέρα από τη μεγάλη μόρφωση του Λέοντος και το ότι πολλές μονές, ακόμη και απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα περιοχών, φύλασσαν σπάνια επιστημονικά συγγράμματα στις βιβλιοθήκες τους και γίνονταν πόλοι έλξης και σημεία συνάντησης διαφόρων μορφωμένων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών.
Διότι εκεί, αφού συνάντησε κάποιον σοφό άνθρωπο και διδάχθηκε απ’ αυτόν κάποιες θεμελιώδεις γνώσεις, επειδή η ποσότητα της γνώσης που βρήκε δεν τον ικανοποίησε, άρχισε να τριγυρίζει στα μοναστήρια και ερευνούσε τα βιβλία που υπήρχαν και προσπαθούσε να τα αποκτήσει. Ανέβαινε κατόπιν στις κορυφές των βουνών και, με μεγάλη προσοχή, αφού εμβάθυνε στη μελέτη των βιβλίων, ανυψωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ύψος της γνώσης. Όταν χόρτασε πλέον να μαθαίνει, επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και άρχισε να σπέρνει τα σπέρματα των επιστημών στη σκέψη όσων επιθυμούσαν». Από το παραπάνω απόσπασμα συμπεραίνεται αβίαστα, πέρα από τη μεγάλη μόρφωση του Λέοντος και το ότι πολλές μονές, ακόμη και απομακρυσμένων από την πρωτεύουσα περιοχών, φύλασσαν σπάνια επιστημονικά συγγράμματα στις βιβλιοθήκες τους και γίνονταν πόλοι έλξης και σημεία συνάντησης διαφόρων μορφωμένων Ελλήνων, κληρικών και λαϊκών.
Μετά την επιστροφή του στην Πόλη το 835, ο λέων εργάστηκε ως ιδιωτικός δάσκαλος, «μαϊστωρ» των θετικών επιστημών. Ζούσε μία πολύ ταπεινή και φτωχική ζωή μέχρι τη γνωριμία του με τον τότε εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο (829 – 843 μ.Χ.). Ο Λέων, αν και φημισμένος στους κύκλους των λογίων της πρωτεύουσας, έγινε διάσημος χάρη σε τυχαίο περιστατικό. Ένας μαθητής του που ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία, σε συμπλοκή με Άραβες στρατιώτες, αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές της Βαγδάτης, της τότε περίφημης πρωτεύουσας του πανίσχυρου Χαλιφάτου των Αββασιδών. Εκεί κατόρθωσε να γίνει δεκτός από τον φιλομαθή χαλίφη Αλ – Μαμούν (ανιψιό του γνωστού χαλίφη Χαρούν - αλ – Ρασίντ, πρωταγωνιστή στη συλλογή παραμυθιών «Χίλιες και μία νύχτες»). Ο χαλίφης εντυπωσιάστηκε από τις μαθηματικές γνώσεις του νεαρού Έλληνα που αποστόμωσε τους Άραβες μαθηματικούς. Αφού ελευθέρωσε αμέσως το νεαρό στρατιώτη και τον έκανε καθηγητή στο πανεπιστήμιο των ανακτόρων της Βαγδάτης, ζήτησε πληροφορίες για το επιστημονικό επίπεδο των Βυζαντινών. Ο Έλληνας, αφού τον διαβεβαίωσε ότι στη Ρωμανία υπήρχαν χιλιάδες νέοι που ασχολούνταν με τις επιστήμες (ενδεικτικό του γεγονότος ότι η γνώση στο Βυζάντιο ήταν προσιτή σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό λαϊκών που το επιθυμούσαν άσχετα από την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση, πράγμα αδιανόητο ακόμα στη Δύση), του μίλησε για το Λέοντα. Τότε ο Αλ – Μαμούν εντυπωσιασμένος, στέλνει με το νεαρό μαθηματικό μία επιστολή στο Λέοντα θέτοντάς του διάφορα μαθηματικά προβλήματα. Ο Λέων τα επιλύει χωρίς δυσκολία. Κατενθουσιασμένος τότε ο χαλίφης στέλνει δύο ακόμα επιστολές, μία στο Λέοντα ζητώντας του να έρθει να διδάξει στη Βαγδάτη και μία στο Θεόφιλο ζητώντας του να επιτρέψει να έρθει ο σοφός δάσκαλος στο Χαλιφάτο, τάζοντας 2.000 λίτρες χρυσού και αιώνια ειρήνη! Και καταλήγει με τα εξής : «Αν γίνει αυτό (δηλαδή η αποστολή του Λέοντα στη Βαγδάτη), όλο το γένος των Σαρακηνών θα υποκλιθεί μπροστά σου και πλούτου θα αξιωθείς τόσου, όσον δεν είδαν μάτια ανθρώπου!». Ο Θεόφιλος, όμως, αρνήθηκε.
Από τότε ξεκινά για το Λέοντα μία λαμπρή σταδιοδρομία. Ο Θεόφιλος τον χρηματοδοτεί και του παραχωρεί το ναό των Αγίων Σαράντα μαρτύρων για να διδάσκει. Οι διαλέξεις του παραδίδονταν δωρεάν. Το 840 μ.Χ., κατόπιν ταχείας, αντικανονικής ανάβασης στις βαθμίδες της ιεροσύνης, ο Λέων χειροτονείται μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Γρήγορα, όμως, καθαιρείται, ως εικονομάχος επίσκοπος από τη θρόνο του το 843 μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων και επιστρέφει στην Βασιλεύουσα. Εκεί, με την αμέριστη συμπαράσταση της αυτοκράτειρας αγίας Θεοδώρας (η οποία ήταν που τον καθαίρεσε από τον επισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης), του γιου της αυτοκράτορα Μιχαήλ ΄Γ (του Μέθυσου) και του Καίσαρα (πρωθυπουργού) Βάρδα, ανασυγκροτεί το «Πανδιδακτήριον» της Μαγναύρας και το 855 μ.Χ. αναγορεύεται σε «Ύπατο των φιλοσόφων», δηλαδή σε ένα είδος πρύτανη. Στο νέο κρατικό «παιδευτήριον της σοφίας» συρρέουν χιλιάδες φοιτητές δωρεάν και παρακολουθούν τα μαθήματα που παραδίδει ο Λέων (μαθηματικά – άλγεβρα και γεωμετρία – αστρονομία και μουσική), η «τετρακτίς» των Βυζαντινών και εν συνεχεία το “quadrivium” των Δυτικών). Μαθητές του ήταν μεγάλα ονόματα της «Μακεδονικής Αναγέννησης» (867 – 1081), όπως ο Μέγας Φώτιος. Ο Αρέθας Πατρών, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, ο αστρονόμος Θεοδήγιος που τον διαδέχθηκε στην «πρυτανεία» κ.α.).
Το έργο του Λέοντος ως μαθηματικού – αστρονόμου αλλά και μηχανικού ήταν πολυτιμότατο. Πρώτος παγκοσμίως εισήγαγε τα γράμματα αντί των αριθμών τόσο στη θεωρητική αριθμητική όσο και στην άλγεβρα (π.χ. στις εξισώσεις) και όχι οι Άραβες (οι οποίοι εισήγαγαν ως αριθμητικά σημεία τους ινδικούς αριθμούς που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα). Διέσωσε όλα τα συγγράμματα μεγάλων Ελλήνων επιστημόνων όπως του Απολλωνίου, του Περγαίου, του Θεωνά του Αλεξανδρέως, του μεγάλου Ευκλείδη – με ερμηνευτικά σχόλια του ιδίου, χρησιμοποιημένα κατόπιν κατά κόρον στη Δύση – του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου και φρόντισε για τη μεταφορά πολλών εξ αυτών των έργων στην αυλή του χαλίφη. Επίσης, συνέταξε αστρονομικούς πίνακες και διόρθωσε ένα λάθος του αστρονόμου Πορφυρίου σχετικά με την κίνηση των πλανητών. Δυστυχώς από το μεγάλο συγγραφικό του έργο δεν σώζεται τίποτα, με την εξαίρεση των σχολίων του Ευκλείδη, λόγω του χρόνου και, κυρίως, του θρησκευτικού φανατισμού κάποιων εικονολατρών, που μετά τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και την επικράτηση της λατρείας των εικόνων, «εξαφάνισαν» τα έργα του εικονομάχου επιστήμονα, μετά το θάνατό του.
Πιο γνωστός ,όμως, κατέστη για την τελειοποίηση του αρχαίου συστήματος τηλεπικοινωνίας, του οπτικού τηλέγραφου. Ως γνωστόν φρυκτωρικούς πύργους χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα για να προειδοποιούν για επικείμενες επιδρομές. Οι «αλυσίδες», όμως, των φρυκτωριών είχαν μήκος μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Ο Λέων δημιούργησε μία αλυσίδα μόλις επτά φρυκτωρικών πύργων – σταθμών, μήκους περίπου δύο χιλιάδων χιλιομέτρων (!) από την Κωνσταντινούπολη ως την Ταρσό της Κιλικίας, τους οποίους και έκτισε στις ψηλότερες κορυφές των οροσειρών που μεσολαβούσαν μεταξύ των δύο πόλεων, ώστε η φωτιά τους να είναι ορατή από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Το σύστημα μετέδιδε όχι ένα αλλά δώδεκα διαφορετικά μηνύματα (όπως επιδρομή, νίκη ή ήττα, υποχώρηση του εχθρού, πυρκαγιά, σεισμό ή πλημμύρα κ.α.). αυτό ήταν δυνατό χάρη σε δύο τέλεια συγχρονισμένα μηχανικά ρολόγια (τα πρώτα μηχανικά ρολόγια στην ιστορία!) τοποθετημένα στα δύο άκρα της φρυκτωρικής αλυσίδας, που λειτουργούσαν με βάση μία διαίρεση της ημέρας σε σταθερές ώρες με αντίστοιχα συμφωνημένα 12 μηνύματα. Με το παραπάνω σύστημα, το αυτοκρατορικό επιτελείο στην Κωνσταντινούπολη μπορούσε να πληροφορηθεί για το τι συνέβαινε στο καίριας σημασίας ανατολικό μεθοριακό μέτωπο από μία έως το πολύ έντεκα ώρες! Αυτή η ταχύτητα μετάδοσης μηνυμάτων σε μεγάλες αποστάσεις ξεπεράστηκε μόλις το 19ο αιώνα με την ανακάλυψη του τηλέγραφου! Δυστυχώς, το σύστημα λειτούργησε για πολύ λίγο γιατί, όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Ταρσό μερικές δεκαετίες αργότερα, κατέστρεψαν και το μηχανικό ρολόι της πόλης.
Τέλος, ο Λέων, βαθύς γνώστης της αλεξανδρινής τεχνολογίας, δημιούργησε διάφορα «αυτόματα» μεταλλικά αντικείμενα για τα βυζαντινά ανάκτορα, αξιοποιώντας την υδροστατική και αεροστατική πίεση. Έτσι, κατασκεύασε και τοποθέτησε στην αίθουσα του θρόνου, στον «Χρυσοτρίκλινο» (ανάκτορο του 6ου αι.), έναν επιχρυσωμένο πλάτανο που στα κλαδιά του κουνούσαν τα φτερά τους και κελαηδούσαν χρυσά πουλιά, ενώ στην κορυφή του ένας αυτόματος χρυσός άγγελος έπαιζε σάλπιγγα. Κάτω το δένδρο ολόχρυσοι αυτόματοι οινοχόοι κερνούσαν κρασί τους καλεσμένους του αυτοκράτορα! Στη μαρμάρινη βάση του θρόνου, ορειχάλκινα επιχρυσωμένα λιοντάρια, όποτε κάποιος πλησίαζε το θρόνο, σηκώνονταν όρθια, άνοιγαν το στόμα και βρυχιόνταν! Παρόμοια μηχανήματα είχε κατασκευάσει ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς για τους Πτολεμαίους, ενώ άλλα αυτόματα προϋπήρχαν στα βυζαντινά ανάκτορα και στην αυλή του Άραβα χαλίφη για τον εντυπωσιασμό των ξένων.
Το πιο εντυπωσιακό επίτευγμα του Λέοντος στον τομέα του αυτοματισμού υπήρξε κατά το «Περί βασιλείου τάξεως», έργο του Κωνσταντίνου ΄Ζ Πορφυρογέννητου (912 – 949) το «μηχανικόν σάρωθρον», δηλαδή μια μηχανική χελώνη που καθάριζε τους δρόμους της Βασιλεύουσας, ίσως χρήσιμη και για τους σύγχρονους οδοκαθαριστές! Όλα αυτά τα εντυπωσιακά μηχανήματα, σύμφωνα με τις πηγές αχρηστεύτηκαν από τους ίδιους τους Βυζαντινούς σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, οπότε είτε τα έλιωναν για να κόψουν χρυσά και χάλκινα νομίσματα, είτε επειδή δεν μπορούσαν να τα συντηρήσουν, τα πετούσαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Ε. Λ. Μπουρδάκου : «Αρχαία ρομπότ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «Ελεύθερη Σκέψις», Αθήνα, 2002.
· P. Lemerle : «Ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός», εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1981.
· Β. Σπανδάτου κ.λ.π. : «Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής Εποχής», εκδ. «Αίθρα», Αθήνα, 1996.
* Ο Δημήτριος Ντούρτας είναι Δικηγόρος Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στον Τομέα Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Κοινωνιολογίας και Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: antibaro
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου