Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

▪ Σίντνεϋ Πουατιέ: Ανοίγοντας το δρόμο

Ο Σίντνεϋ Πουατιέ αποτελεί έναν από τους πιο αξιόλογους αφρικανοαμερικανούς ηθοποιούς της γενιάς του και θεωρείται εκείνος που κατάφερε να δώσει την ευκαιρία να ανοίξουν μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι ρόλοι και σε άλλους συμπατριώτες του στην κλειστή μέχρι τότε κινηματογραφική κοινωνία των αμερικανικών στούντιο.
Γεννημένος στις 20 Φεβρουαρίου του 1927 στο Μαϊάμι της Φλόριντα αλλά μεγαλωμένος στις Μπαχάμες, ο Πουατιέ ήταν ο γιος του Reginald και της Evelyn Poitier. Ο πατέρας του ήταν αγρότης σε καλλιέργειες ντομάτας και η οικογένεια αντιμετώπιζε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες. Ωστόσο, ο ίδιος ο Πουατιέ είχε αναφέρει ότι ο πατέρας του είχε εξαιρετική αίσθηση του ποιος είναι και πάντα ό,τι αναλάμβανε το έκανε με σκοπό να αφήσει καλό όνομα με τη δουλειά του. Σύντομα η οικογένεια μετακόμισε από το χωριό Cat Island στο Nassau, την πρωτεύουσα των Μπαχάμας όταν ο Πουατιέ βρισκόταν σε ηλικία 11 ετών και εκεί ήταν που γνώρισε τον μαγικό κόσμο του κινηματογράφου. Σε ηλικία 15 ετών επέστρεψε στο Μαϊάμι και έμεινε με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Cyril.
Μόλις ένα μόνο χρόνο αργότερα, ο νεαρός Πουατιέ έφυγε για τη Νέα Υόρκη για να υπηρετήσει για μικρό διάστημα στο στρατό. Επιστρέφοντας εργάστηκε στην κουζίνα ενός εστιατορίου, όπου έπλενε πιάτα. Εκείνη την περίοδο είδε μια αγγελία για ηθοποιούς στην εφημερίδα και αποφάσισε να δοκιμάσει τις ικανότητές του. Έκανε οντισιόν στο American Negro Theater, στο οποίο ήταν συνιδρυτής, ο Frederick O’ Neal. Η πρώτη του όμως αυτή επαφή με το θέατρο δεν στέφθηκε με επιτυχία καθώς τόσο η ιδιαίτερη προφορά του όσο και η δυσκολία του στην ανάγνωση έκαναν τον O’Neal σχεδόν να τον πετάξει έξω από την αίθουσα.
Η κριτική που του άσκησε ήταν ιδιαίτερα καυστική αλλά ο Πουατιέ δεν το έβαλε κάτω, αντίθετα πείσμωσε να πετύχει. Γύρισε στο εστιατόριο και συνέχισε να δουλεύει εκεί ώστε να βγάζει τα προς το ζην. Ωστόσο, στον ελεύθερό του χρόνο άκουγε ραδιοφωνικές εκπομπές για να διορθώσει την προφορά του και αργότερα επέστρεψε στο θέατρο και κατάφερε να προσληφθεί ως θυρωρός με αντάλλαγμα να κάνει μαθήματα υποκριτικής.
Η θεατρική του πορεία ξεκίνησε υπηρετώντας ως αντικαταστάτης του ηθοποιού και τραγουδιστή Harry Belafonte στο έργο Days of Our Youth. Μάλιστα, η εμφάνισή του μία μέρα στη θέση του είχε σαν αποτέλεσμα να καταφέρει να κερδίσει ένα μικρό ρόλο σε μια παραγωγή της Λυσιστράτης. Ωστόσο, με το άνοιγμα της αυλαίας η νευρικότητά του ήταν τόση που τον έκανε να χάσει τα λόγια του και να φύγει τρέχοντας από τη σκηνή. Οι κριτικοί όμως τον ξεχώρισαν ακόμα και σε εκείνη την άτυχη και σύντομη στιγμή του με αποτέλεσμα να επιλεγεί και σε άλλες δουλειές. 
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε το 1950 στην ταινία No Way Out, όπου υποδύθηκε έναν γιατρό που βασανίζεται από τον ρατσιστή αδερφό ενός ασθενή που δεν κατάφερε να σώσει. Ο Πουατιέ εργάστηκε σταθερά όλη τη δεκαετία του 1950 κρατώντας ρόλους στο αφροαμερικανικό παραμύθι Cry, στο Beloved Country, στο δράμα The Blackboard Jungle και στο The Defiant Ones όπου έπαιζε μαζί με τον Tony Kurtis. 
Η δεκαετία του 1960 αποτέλεσε την περίοδο που θα άρχιζε να αφήνει το σημάδι του στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα. Μετά την εμφάνισή του στην κινηματογραφική εκδοχή του έργου A Raisin in the Sun, σε ένα ρόλο που είχε αναπτύξει ιδιαίτερα στη σκηνή, ο Πουατιέ πήρε τον ρόλο ενός Αμερικανού, μέλος των ενόπλων δυνάμεων στη Γερμανία στην ταινία Lilies of the Field το 1963. Αυτός ο ρόλος ήταν καθοριστικός για την καριέρα του αλλά και για την εξέλιξη των μαύρων ηθοποιών στην βιομηχανία του κινηματογράφου, καθώς κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ για τον καλύτερο άντρα ηθοποιό εκείνης της χρονιάς, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν για άλλο Αφροαμερικανό ηθοποιό.
Το 1967, ο Πουατιέ εμφανίστηκε σε τρεις μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες. Στο To Sir, With Love, όπου υποδύθηκε έναν δάσκαλο, στο In the Heat of the Nightόπου κράτησε το ρόλο του μαύρου ντεντέκτιβ Virgil Tibbs και στην κωμωδία Guess Who’s Coming to Dinner, όπου είχε αρραβωνιαστεί μια λευκή. Μάλιστα η ταινία αυτή αποτέλεσε την πρώτη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ανθρώπους από διαφορετικές φυλές που είχε ευτυχισμένο τέλος. 
Αντανακλώντας τα συναισθήματα των κινηματογραφιστών εκείνης της εποχής ο Πουατιέ είχε αναφέρει ότι αποτέλεσε τον ιδανικό εκφραστή και σύμβολό τους καθώς ήταν έξυπνος, καλός ηθοποιός, πίστευε στην αδελφοσύνη, σε μια ελεύθερη κοινωνία και μισούσε τον ρατσισμό και όλες τις φυλετικές διακρίσεις.
Ωστόσο, ο Πουατιέ ήταν κάτι παραπάνω από ένα σύμβολο. Σε ένα αφιέρωμα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου το 1992 για εκείνον, είχε αναφερθεί η παρουσία του δίπλα στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στις επισκέψεις του στο Μοντγκόμερι και το Μέμφις, ενώ πάντα αποτελούσε ιδανικό μαύρο ηθοποιό για την φυλή του και από άποψη ταλέντου αλλά και ως χαρακτήρας.
Το 1972, ο Πουατιέ μπήκε σχεδόν χωρίς να το περιμένει στον κόσμο της σκηνοθεσίας όταν η διένεξή του με τον σκηνοθέτη του γουέστερν Buck and the Preacher όπου πρωταγωνιστούσε με τον Bellafonte τον έθεσε να πρωταγωνιστεί και πίσω από τις κάμερες. 
Στη συνέχεια σκηνοθέτησε και άλλες τρεις ταινίες με τον κωμικό ηθοποιό Bill Cosby τη δεκαετία του 1970, τα Uptown Saturday Night, Let’s Do It Again και A Piece of the Action και σύντομα ακολούθησαν και άλλες ταινίες.
Η δεκαετία του 1980 είχε μικρή συγκομιδή ρόλων για τον Πουατιέ αλλά το 1991 πήρε τον ρόλο του Thurgood Marshall στην τηλεταινία Separate but Equal και το 1992 επέστρεψε στον κινηματογράφο με την ταινία Sneakers όπου πρωταγωνιστούσε μαζί με τουςRobert Redford και River Phoenix.
Τα επόμενα χρόνια έπαιξε στο δραματικό γουέστερν του 1995 Children of the Dust, και ακολούθησαν οι ρόλοι του στις τηλεοπτικές ταινίες To Sir with Love το 1996 και Mandela and de Klerk το 1997.
Το 2000 ο μεγάλος ηθοποιός έλαβε το Screen Actors Guild Lifetime Achievement Award και δύο χρόνια αργότερα έλαβε το τιμητικό χρυσό αγαλματίδιο από την Ακαδημία Κινηματογράφου για την μεγάλη και αξιοπρεπή του πορεία την ίδια ακριβώς βραδιά που ο Ντένζελ Ουάσιγκτον και η Χάλι Μπέρι λάμβαναν τα Όσκαρ Πρώτου αντρικού και γυναικείου ρόλου αντίστοιχα κάνοντας έτσι τη βραδιά καθαρά αφροαμερικανική υπόθεση.
Πριν λίγες μέρες ο Σίντνεϋ Πουατιέ έκανε την εμφάνισή του στις Χρυσές Σφαίρες δίνοντας το Βραβείο Cecil B. DeMille μαζί με την Έλεν Μίρεν στον Μόργκαν Φρίμαν για το σύνολο της δουλειά του, ενώ το 2009 έλαβε το Presidential Medal of Freedom από τον Αμερικανό Πρόεδρο των ΗΠΑ Barack Obama την ανώτερη διάκριση που μπορεί να κερδίσει ένας πολίτης.
Πηγή: capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου