Πανελλαδικές εξετάσεις: η σημασία τους για την ελληνική οικογένεια και η διαχείριση του άγχους των υποψηφίων
Dr. Καστανίδου-Αραμπατζή Σοφία, Υπεύθυνη Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων – Δ/νση Β/θμιας Εκπ/σης ν. ΛάρισαςΓια την ελληνική κοινωνία η επιτυχία στη ζωή είναι συνυφασμένη με την επιτυχία των Πανελλαδικών εξετάσεων και την ανώτατη εκπαίδευση και αυτό βαθιά κρατεί, ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με τον Τσουκαλά (1987) κατά τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους παρά το βασικό αγροτικό χαρακτήρα της χώρας και την έλλειψη κάθε σχολικής υποδομής, το ποσοστό φοίτησης στη μέση και ανώτατη εκπαίδευση φτάνει πολύ γρήγορα στα ευρωπαϊκά επίπεδα και αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με το «ιδεολογικό σύνδρομο του ανοδικού διαύλου» -όπως το ονομάζει ο Πουλαντζάς- που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Ο οικογενειακός προγραμματισμός που στέλνει ένα ή περισσότερα παιδιά-αγόρια στη μέση ή ανώτατη εκπαίδευση είναι μια υπόθεση που αφορά στο σύνολο της οικογένειας καθώς η ακτινοβολία του σπουδαγμένου παιδιού επιδρά στην κοινωνική της θέση και την ωθεί να ξεπεράσει την ταξική της κατάσταση. Τα παιδιά που φεύγουν από τον τόπο τους για σπουδές είναι οι φορείς της ανερχόμενης κοινωνικής κινητικότητας όλης της μονάδας. (Το ελληνικό φοιτητικό σώμα στις αρχές του 19ου αι. δεν ήταν κατά κανένα τρόπο ένα σώμα που ανήκε ήδη στην άρχουσα τάξη. Αυτό εξηγεί το τεράστιο κύρος των φοιτητών ανάμεσα σε ολόκληρο τον πληθυσμό, ένα κύρος που θεμελιώνεται όχι στην ταξική τους προέλευση -όπως στις χώρες της Ευρώπης- αλλά στην προοπτική κοινωνική λειτουργία τους).
Η έλξη που ασκούσε η κοινωνική προαγωγή ταυτιζόταν με την έλξη των δημοσίων υπηρεσιών, οι οποίες παρά το χαμηλό επίπεδο των μισθών προσέλκυαν μεγάλο τμήμα του ενεργού πληθυσμού.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Γκομπινώ (αναφ. από Τσουκαλά), ήδη το 1905 είχε επισημάνει την εργοδοτική λειτουργία του ελληνικού κράτους και ανέφερε: «σε μια χώρα όπου κανείς εκτός από τους αρχηγούς του κράτους δε διέθετε κεφάλαιο, δεν ήταν εύκολο να ασχοληθεί κανείς με ελεύθερο επάγγελμα, ενώ ήταν φανερό ότι όποιος έβρισκε μισθωτή εργασία, εξασφάλιζε αυτόματα τα αναγκαία. Υπήρχε στη χώρα αυτή κάτι το μοναδικό: ένας ολόκληρος λαός έμοιαζε να ενεργεί με βάση αυτό το δεδομένο, ότι δηλαδή καθώς μόνο το κράτος διέθετε μετρητά, έπρεπε κανείς να επωφεληθεί από αυτά τα χρήματα δουλεύοντας ως μισθωτός υπάλληλος». (Ας αναρωτηθούμε πόσο επίκαιρη είναι η άποψή του!).
Το φαινόμενο αυτό συνεχίζεται εξίσου έντονο μετά το Β’ Π.Π. Στο διάστημα μίας γενιάς –πρώτη προς δεύτερη μεταπολεμική γενιά- ένα στα δύο παιδιά εργατών και αγροτών ‘περνά’ σε μη χειρωνακτικές «ανώτερες» απασχολήσεις και αντίστοιχα ένας στους δύο επιστήμονες και δημόσιους υπαλλήλους “προέρχεται” από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τις δεκαετίες ’70-’80 παρατηρείται μια συνεχής “υπερζήτηση” για ανώτατη εκπαίδευση, η οποία ανέκαθεν υπήρξε το ασφαλέστερο εφαλτήριο για κοινωνική άνοδο. Όλες οι εμπειρικές έρευνες (βλ. Κασιμάτη 1984) αποκαλύπτουν την καθολική σχεδόν προσδοκία των γονέων για ανώτατη εκπαίδευση των παιδιών, η οποία αφορά πλέον όχι μόνο στα αγόρια αλλά και στα κορίτσια –με προοπτική κυρίως την απασχόληση στους κόλπους του δημοσίου, όπως διαφαίνεται και από τη διόγκωση του τριτογενούς τομέα παραγωγής. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ (Κασσωτάκης / Παπαγγελή-Βουλιουρή 1996) το 90% των ελλήνων πατέρων και το 96% των μητέρων δήλωσαν ότι «ήταν διατεθειμένοι να υποστούν οποιαδήποτε θυσία για να μπορέσουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν».
Ως εκ τούτου για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η ανώτατη εκπαίδευση είναι αφενός άμεσα συνδεδεμένη με την παράδοσή της και την κουλτούρα της αφετέρου με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας γι’ αυτό και οι εισαγωγικές εξετάσεις για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποκτούν τόση μεγάλη σημασία (σίγουρα σε αντιστοιχία με τη μορφή και λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος) και ασκούν τέτοια πίεση στους υποψήφιους και τις οικογένειές τους.
Το άγχος που βιώνει ο νέος στο προσκήνιο των εξετάσεων είναι λογικό όταν έχει διαπαιδαγωγηθεί και κοινωνικοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ταυτίζει την προσωπική του καταξίωση, επιτυχία και ευτυχία με τις υψηλές επιδόσεις και την απόκτηση πολλών τίτλων σπουδών και ταυτόχρονα δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει με αισιοδοξία τις αντιξοότητες της ζωής. Και όπως παρατηρεί ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής κ. Τούντας «η πίεση που ασκούν οι εισαγωγικές εξετάσεις, είτε άμεσα ως μια ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία είτε έμμεσα ως αίτημα της οικογένειας ή της κοινωνίας για ανώτατες σπουδές θα συνεχίσει να υποσκάπτει την ψυχολογική τους ευεξία, όσο οι εξετάσεις παραμένουν στην Ελλάδα η μοναδική επιλογή για να εισέλθουν οι νέοι στη ζωή των ενηλίκων» (αναφ. από Τρίγκα 2007).
Σ’ αυτή τη διαδικασία το ερώτημα που τίθεται είναι: λαμβάνουν οι γονείς υπόψη τους τις πραγματικές δυνατότητες του παιδιού; Ή στην προσπάθειά τους να καλύψουν δικές τους φιλοδοξίες, πιέζουν, ενοχοποιούν, φτάνουν στα άκρα τις απαιτήσεις τους, ‘εκβιάζουν’ μια επιτυχία στις Πανελλήνιες εξετάσεις;Βέβαια η όποια στάση των γονιών τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ήδη διαμορφωμένη κατά την προηγούμενη πορεία του παιδιού στην εκπαιδευτική διαδικασία και ξεκινά από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.Από την πρώτη κιόλας σχολική του μέρα το παιδί γίνεται ‘μαθητής’ και μέσα στην οικογένεια.
Η καθημερινότητα της οικογένειας και οι σχέσεις γονέων-παιδιών διαμορφώνονται σε σχέση με το σχολείο (καθημερινή ερώτηση: «πως τα πήγες στο σχολείο σήμερα;»). Η ελληνική οικογένεια σε συνάρτηση με το πώς είναι δομημένο το εκπαιδευτικό μας σύστημα εμπλέκεται πάρα πολύ στη σχολική ζωή του παιδιού: τρέχει το παιδί σε εξωσχολικά, επιλέγει δασκάλους, γνωρίζει πόσες εκθέσεις έγραψαν οι μαθητές του διπλανού σχολείου. Οι επιδόσεις και οι βαθμοί του παιδιού σηματοδοτούν ένα βασικό σημείο προστριβών και διενέξεων στη σχέση γονέων-παιδιών.Η στάση του γονιού και ιδιαίτερα ο τρόπος που εξηγεί την επίδοση του παιδιού στο σχολείο επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ο γονιός αυτός επιλέγει να εμπλακεί στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Δηλαδή γονείς που θεωρούν πως η δική τους συνεισφορά στην επιτυχία του παιδιού είναι σημαντική και ότι μπορούν να επηρεάσουν την κατάσταση τείνουν να είναι περισσότερο εξουσιαστικοί και να προσπαθούν να ελέγξουν τα πάντα στη συμπεριφορά του παιδιού χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι έτσι αυξάνεται η επίδοσή του. Με άλλα λόγια προσπαθούν να παίξουν όσο καλύτερα μπορούν το ρόλο που οι ίδιοι αναθέτουν στον εαυτό τους. Με το θέμα αυτό σχετίζεται και το αίσθημα αξιοσύνης του γονιού.
Την όποια επιτυχία ή αποτυχία οι γονείς την ταυτίζουν με τη δική τους εμπλοκή και προσπάθεια ή με τον ίδιο τους τον εαυτό, αυτό που ήθελαν οι ίδιοι να κάνουν ή να γίνουν. Πολλές φορές οι γονείς αυτοί δεν αφήνουν τα παιδιά τους να εκφράσουν το φόβο της αποτυχίας και αυτό δημιουργεί άγχος στα παιδιά το οποίο συνήθως εκφράζεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. μία μητέρα ήθελε τις ημέρες των πανελλαδικών εξετάσεων να πάρει άδεια από την εργασία της για να μαγειρεύει τα καλύτερα φαγητά για το παιδί της και να το φροντίζει όλη μέρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι έτσι, βάζοντας στο κέντρο της οικογενειακής ζωής τις πανελλαδικές εξετάσεις, αύξανε το άγχος όλων). Αντίθετα γονείς που θεωρούν πως η επιτυχία στο σχολείο οφείλεται κυρίως στην προσπάθεια του ίδιου του παιδιού δεν έχουν τόσο ενεργητική ανάμειξη, το πιέζουν λιγότερο και προσπαθούν να το βοηθήσουν να αναπτύξει εσωτερικά κίνητρα για μάθηση, να θέτει μόνο του στόχους και όχι να του θέτουν αυτοί στόχους.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το παιδί αισθάνεται ότι μπορεί να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και τα καταφέρνει, γεγονός που οδηγεί στην αυτοεπιβεβαίωση και στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, η οποία είναι σημαντικός σύμμαχος στη διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων.
Ας δούμε όμως τι είναι το άγχος: Άγχος (άγχω = σφίγγω το λαιμό): αγωνία, παθολογική ψυχική κατάσταση που κλιμακώνεται από την έντονη δυσφορία ως τον πανικό και της οποίας προηγούνται συνθήκες πραγματικής ή συμβολικής απειλής από έναν ερεθισμό, τον οποίο δε γνωρίζουμε αν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει λοιπόν ένα ερέθισμα που εκλαμβάνεται από τον οργανισμό ως επικίνδυνο και απειλητικό και προκαλεί μια αντίδραση προσαρμογής.
Παράλληλα η απειλή αναγνωρίζεται και στο γνωστικό επίπεδο του ατόμου δηλ. δεν αρκεί από μόνη της η ύπαρξη ενός κινδύνου αλλά χρειάζεται και η δική μας υποκειμενική ερμηνεία για να αναγνωριστεί ως απειλή. Από αυτή μας την επεξεργασία εξαρτώνται ο τρόπος και η ένταση της απάντησης στο στρεσογόνο ερέθισμα (π.χ. αν θα το αντιμετωπίσουμε και με ποιο τρόπο ή θα τραπούμε σε φυγή).Το άγχος εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως και επιφέρει:
Η έλξη που ασκούσε η κοινωνική προαγωγή ταυτιζόταν με την έλξη των δημοσίων υπηρεσιών, οι οποίες παρά το χαμηλό επίπεδο των μισθών προσέλκυαν μεγάλο τμήμα του ενεργού πληθυσμού.
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Γκομπινώ (αναφ. από Τσουκαλά), ήδη το 1905 είχε επισημάνει την εργοδοτική λειτουργία του ελληνικού κράτους και ανέφερε: «σε μια χώρα όπου κανείς εκτός από τους αρχηγούς του κράτους δε διέθετε κεφάλαιο, δεν ήταν εύκολο να ασχοληθεί κανείς με ελεύθερο επάγγελμα, ενώ ήταν φανερό ότι όποιος έβρισκε μισθωτή εργασία, εξασφάλιζε αυτόματα τα αναγκαία. Υπήρχε στη χώρα αυτή κάτι το μοναδικό: ένας ολόκληρος λαός έμοιαζε να ενεργεί με βάση αυτό το δεδομένο, ότι δηλαδή καθώς μόνο το κράτος διέθετε μετρητά, έπρεπε κανείς να επωφεληθεί από αυτά τα χρήματα δουλεύοντας ως μισθωτός υπάλληλος». (Ας αναρωτηθούμε πόσο επίκαιρη είναι η άποψή του!).
Το φαινόμενο αυτό συνεχίζεται εξίσου έντονο μετά το Β’ Π.Π. Στο διάστημα μίας γενιάς –πρώτη προς δεύτερη μεταπολεμική γενιά- ένα στα δύο παιδιά εργατών και αγροτών ‘περνά’ σε μη χειρωνακτικές «ανώτερες» απασχολήσεις και αντίστοιχα ένας στους δύο επιστήμονες και δημόσιους υπαλλήλους “προέρχεται” από κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Τις δεκαετίες ’70-’80 παρατηρείται μια συνεχής “υπερζήτηση” για ανώτατη εκπαίδευση, η οποία ανέκαθεν υπήρξε το ασφαλέστερο εφαλτήριο για κοινωνική άνοδο. Όλες οι εμπειρικές έρευνες (βλ. Κασιμάτη 1984) αποκαλύπτουν την καθολική σχεδόν προσδοκία των γονέων για ανώτατη εκπαίδευση των παιδιών, η οποία αφορά πλέον όχι μόνο στα αγόρια αλλά και στα κορίτσια –με προοπτική κυρίως την απασχόληση στους κόλπους του δημοσίου, όπως διαφαίνεται και από τη διόγκωση του τριτογενούς τομέα παραγωγής. Σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ (Κασσωτάκης / Παπαγγελή-Βουλιουρή 1996) το 90% των ελλήνων πατέρων και το 96% των μητέρων δήλωσαν ότι «ήταν διατεθειμένοι να υποστούν οποιαδήποτε θυσία για να μπορέσουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν».
Ως εκ τούτου για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία η ανώτατη εκπαίδευση είναι αφενός άμεσα συνδεδεμένη με την παράδοσή της και την κουλτούρα της αφετέρου με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας γι’ αυτό και οι εισαγωγικές εξετάσεις για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποκτούν τόση μεγάλη σημασία (σίγουρα σε αντιστοιχία με τη μορφή και λειτουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος) και ασκούν τέτοια πίεση στους υποψήφιους και τις οικογένειές τους.
Το άγχος που βιώνει ο νέος στο προσκήνιο των εξετάσεων είναι λογικό όταν έχει διαπαιδαγωγηθεί και κοινωνικοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να ταυτίζει την προσωπική του καταξίωση, επιτυχία και ευτυχία με τις υψηλές επιδόσεις και την απόκτηση πολλών τίτλων σπουδών και ταυτόχρονα δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει με αισιοδοξία τις αντιξοότητες της ζωής. Και όπως παρατηρεί ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής κ. Τούντας «η πίεση που ασκούν οι εισαγωγικές εξετάσεις, είτε άμεσα ως μια ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία είτε έμμεσα ως αίτημα της οικογένειας ή της κοινωνίας για ανώτατες σπουδές θα συνεχίσει να υποσκάπτει την ψυχολογική τους ευεξία, όσο οι εξετάσεις παραμένουν στην Ελλάδα η μοναδική επιλογή για να εισέλθουν οι νέοι στη ζωή των ενηλίκων» (αναφ. από Τρίγκα 2007).
Σ’ αυτή τη διαδικασία το ερώτημα που τίθεται είναι: λαμβάνουν οι γονείς υπόψη τους τις πραγματικές δυνατότητες του παιδιού; Ή στην προσπάθειά τους να καλύψουν δικές τους φιλοδοξίες, πιέζουν, ενοχοποιούν, φτάνουν στα άκρα τις απαιτήσεις τους, ‘εκβιάζουν’ μια επιτυχία στις Πανελλήνιες εξετάσεις;Βέβαια η όποια στάση των γονιών τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ήδη διαμορφωμένη κατά την προηγούμενη πορεία του παιδιού στην εκπαιδευτική διαδικασία και ξεκινά από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού.Από την πρώτη κιόλας σχολική του μέρα το παιδί γίνεται ‘μαθητής’ και μέσα στην οικογένεια.
Η καθημερινότητα της οικογένειας και οι σχέσεις γονέων-παιδιών διαμορφώνονται σε σχέση με το σχολείο (καθημερινή ερώτηση: «πως τα πήγες στο σχολείο σήμερα;»). Η ελληνική οικογένεια σε συνάρτηση με το πώς είναι δομημένο το εκπαιδευτικό μας σύστημα εμπλέκεται πάρα πολύ στη σχολική ζωή του παιδιού: τρέχει το παιδί σε εξωσχολικά, επιλέγει δασκάλους, γνωρίζει πόσες εκθέσεις έγραψαν οι μαθητές του διπλανού σχολείου. Οι επιδόσεις και οι βαθμοί του παιδιού σηματοδοτούν ένα βασικό σημείο προστριβών και διενέξεων στη σχέση γονέων-παιδιών.Η στάση του γονιού και ιδιαίτερα ο τρόπος που εξηγεί την επίδοση του παιδιού στο σχολείο επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ο γονιός αυτός επιλέγει να εμπλακεί στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Δηλαδή γονείς που θεωρούν πως η δική τους συνεισφορά στην επιτυχία του παιδιού είναι σημαντική και ότι μπορούν να επηρεάσουν την κατάσταση τείνουν να είναι περισσότερο εξουσιαστικοί και να προσπαθούν να ελέγξουν τα πάντα στη συμπεριφορά του παιδιού χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι έτσι αυξάνεται η επίδοσή του. Με άλλα λόγια προσπαθούν να παίξουν όσο καλύτερα μπορούν το ρόλο που οι ίδιοι αναθέτουν στον εαυτό τους. Με το θέμα αυτό σχετίζεται και το αίσθημα αξιοσύνης του γονιού.
Την όποια επιτυχία ή αποτυχία οι γονείς την ταυτίζουν με τη δική τους εμπλοκή και προσπάθεια ή με τον ίδιο τους τον εαυτό, αυτό που ήθελαν οι ίδιοι να κάνουν ή να γίνουν. Πολλές φορές οι γονείς αυτοί δεν αφήνουν τα παιδιά τους να εκφράσουν το φόβο της αποτυχίας και αυτό δημιουργεί άγχος στα παιδιά το οποίο συνήθως εκφράζεται με ψυχοσωματικά συμπτώματα (π.χ. μία μητέρα ήθελε τις ημέρες των πανελλαδικών εξετάσεων να πάρει άδεια από την εργασία της για να μαγειρεύει τα καλύτερα φαγητά για το παιδί της και να το φροντίζει όλη μέρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι έτσι, βάζοντας στο κέντρο της οικογενειακής ζωής τις πανελλαδικές εξετάσεις, αύξανε το άγχος όλων). Αντίθετα γονείς που θεωρούν πως η επιτυχία στο σχολείο οφείλεται κυρίως στην προσπάθεια του ίδιου του παιδιού δεν έχουν τόσο ενεργητική ανάμειξη, το πιέζουν λιγότερο και προσπαθούν να το βοηθήσουν να αναπτύξει εσωτερικά κίνητρα για μάθηση, να θέτει μόνο του στόχους και όχι να του θέτουν αυτοί στόχους.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το παιδί αισθάνεται ότι μπορεί να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και τα καταφέρνει, γεγονός που οδηγεί στην αυτοεπιβεβαίωση και στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, η οποία είναι σημαντικός σύμμαχος στη διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων.
Ας δούμε όμως τι είναι το άγχος: Άγχος (άγχω = σφίγγω το λαιμό): αγωνία, παθολογική ψυχική κατάσταση που κλιμακώνεται από την έντονη δυσφορία ως τον πανικό και της οποίας προηγούνται συνθήκες πραγματικής ή συμβολικής απειλής από έναν ερεθισμό, τον οποίο δε γνωρίζουμε αν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει λοιπόν ένα ερέθισμα που εκλαμβάνεται από τον οργανισμό ως επικίνδυνο και απειλητικό και προκαλεί μια αντίδραση προσαρμογής.
Παράλληλα η απειλή αναγνωρίζεται και στο γνωστικό επίπεδο του ατόμου δηλ. δεν αρκεί από μόνη της η ύπαρξη ενός κινδύνου αλλά χρειάζεται και η δική μας υποκειμενική ερμηνεία για να αναγνωριστεί ως απειλή. Από αυτή μας την επεξεργασία εξαρτώνται ο τρόπος και η ένταση της απάντησης στο στρεσογόνο ερέθισμα (π.χ. αν θα το αντιμετωπίσουμε και με ποιο τρόπο ή θα τραπούμε σε φυγή).Το άγχος εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως και επιφέρει:
* οργανικές αλλαγές όπως ταχυπαλμίες, τρέμουλο στα χέρια, ιδρώτα, πονοκέφαλο, πόνο ή πλάκωμα στο στήθος, εξάψεις ή ρίγη, ναυτία κ.α.
*γνωστικές αλλαγές όπως μείωση της διάρκειας συγκέντρωσης, αύξηση της πιθανότητας διάσπασης της προσοχής και κατ’ επέκταση αύξηση και των λαθών
*συναισθηματικές αλλαγές όπως ανησυχία, εκνευρισμό, ταραχή, στεναχώρια, το αίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί με τελικό αποτέλεσμα και σε συνδυασμό με την αύξηση των λαθών, τη μείωση της αυτοεκτίμησής
*συμπεριφορικές αλλαγές όπως μείωση των ενδιαφερόντων ή επίλυση των προβλημάτων σε επιφανειακό επίπεδο.Πολλές φορές βέβαια τα σωματικά συμπτώματα του άγχους είναι αυτά που μας τρομάζουν πιο πολύ καθώς νομίζουμε ότι κινδυνεύει η σωματική μας υγεία και ότι βρισκόμαστε σε κίνδυνο. Αυτή η ανησυχία προκαλεί περισσότερο άγχος και αυτό με τη σειρά του φέρνει περισσότερα σωματικά συμπτώματα. Μπαίνουμε δηλαδή σε ένα φαύλο κύκλο, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής. Όταν αισθανόμαστε άγχος, αντί να καταφεύγουμε σε διάφορες καταστάσεις για να ξεχαστούμε, καλύτερα θα ήταν να το αφήσουμε να εκδηλωθεί, ώστε να αντιληφθούμε και συνειδητά τι είναι αυτό που μας φοβίζει και να το αντιμετωπίσουμε και όχι να προσπαθούμε να κρυφτούμε από τον εαυτό μας.
Όταν αισθανόμαστε ότι κάποια πτυχή της ύπαρξη μας κινδυνεύει, νιώθουμε φυσιολογικά άγχος. Ο υποψήφιος πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις έχει άγχος γιατί νιώθει ότι κινδυνεύει καθώς μια πιθανή αποτυχία μπορεί κατά τη γνώμη του να έχει σοβαρές συνέπειες στη μελλοντική του καριέρα αλλά και στην προσωπική του υπόληψη («αν αποτύχω θα γίνω ρεζίλι»).Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το άγχος των εξετάσεων είναι καταστροφικό. «Το άγχος των εισαγωγικών εξετάσεων, όταν βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, βοηθά στην επίτευξη υψηλών επιδόσεων και παρέχει τη δυνατότητα στα άτομα να αναπτύξουν μηχανισμούς αντίστασης έτσι ώστε να μπορέσουν να αντέξουν σε μελλοντικές καταστάσεις.
Σε αυξημένο βαθμό όμως, το άγχος έχει αρνητικές επιδράσεις, τόσο στην ψυχική υγεία όσο και στην ίδια την απόδοση των μαθητών», εξηγούν οι Κασσωτάκης/ Παπαγγελή-Βουλιουρή (1996) και συνεχίζουν λέγοντας πως «μεγαλύτερο βαθμό άγχους εμφανίζουν άτομα που δεν έχουν καλή αυτοεικόνα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, στερούνται αυτοπεποίθησης και έχουν χαμηλή ικανότητα εργασίας κάτω από συνθήκες πίεσης».Σε περίπτωση που το άγχος ξεπερνά τα φυσιολογικά επίπεδα τότε ο υποψήφιος θα πρέπει να αναρωτηθεί: νιώθω άγχος γιατί δε διάβασα αρκετά ή διότι είμαι τελειομανής; (κάθε μαθητής της Γ’ Λυκείου οφείλει να γνωρίζει το επίπεδό του).Στην πρώτη περίπτωση για να αποφύγει ο υποψήφιος το άγχος ας φροντίσει να προγραμματίσει το διάβασμά του έγκαιρα –αν πλέον δεν προλαβαίνει λόγω στενότητας χρόνου ας παραδεχτεί και αποδεχτεί την κατάσταση, ας τη συζητήσει με τους γονείς του ώστε να είναι σε όλους κατανοητό πως τυχόν χαμηλή βαθμολογία δε σημαίνει κατ’ ανάγκη μειωμένες ικανότητες αλλά κυρίως έλλειψη μελέτης και με αυτό τον τρόπο να αποφύγει να τραυματίσει την αυτοεικόνα του και να μειώσει την αυτοεκτίμησή του.
Αν ανήκει στη δεύτερη περίπτωση και απαιτεί από τον εαυτό του απόλυτη επιτυχία, τότε το πρόβλημα δεν είναι στην κατάσταση αυτή καθ’ αυτή αλλά στον τρόπο που την ερμηνεύει. Αν πιστεύει πως διάβασε αρκετά δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να αγχώνεται. Οφείλει να μάθει να επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει λάθη.Το καλύτερο όλων είναι ο υποψήφιος να εξοικειωθεί με την κατάσταση των εξετάσεων σε βάθος χρόνου ώστε να φτάσει στην τελική ευθεία πιο χαλαρός. Αντίπαλος τούτου βέβαια ο έντονος ανταγωνισμός, η δημοσιότητα των αποτελεσμάτων των εξετάσεων και η μεγαλοποίηση της σημασίας τους (και μέσα από τα ΜΜΕ). «Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά, απειλούν να ανατρέψουν την εικόνα που ο κοινωνικός περίγυρος έχει διαμορφώσει για τους νέους και ιδιαίτερα για τους λεγόμενους ΄καλούς μαθητές’». Μεγάλος αριθμός μαθητών χαρακτηρίζει τη δημόσια προβολή των κακών αποτελεσμάτων ισοδύναμη με την κοινωνική διαπόμπευση (Κασσωτάκης ο.π.).Κάποιες απλές συμβουλές την περίοδο των εισαγωγικών εξετάσεων θα μπορούσαν να είναι:
Όταν αισθανόμαστε ότι κάποια πτυχή της ύπαρξη μας κινδυνεύει, νιώθουμε φυσιολογικά άγχος. Ο υποψήφιος πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις έχει άγχος γιατί νιώθει ότι κινδυνεύει καθώς μια πιθανή αποτυχία μπορεί κατά τη γνώμη του να έχει σοβαρές συνέπειες στη μελλοντική του καριέρα αλλά και στην προσωπική του υπόληψη («αν αποτύχω θα γίνω ρεζίλι»).Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το άγχος των εξετάσεων είναι καταστροφικό. «Το άγχος των εισαγωγικών εξετάσεων, όταν βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο, βοηθά στην επίτευξη υψηλών επιδόσεων και παρέχει τη δυνατότητα στα άτομα να αναπτύξουν μηχανισμούς αντίστασης έτσι ώστε να μπορέσουν να αντέξουν σε μελλοντικές καταστάσεις.
Σε αυξημένο βαθμό όμως, το άγχος έχει αρνητικές επιδράσεις, τόσο στην ψυχική υγεία όσο και στην ίδια την απόδοση των μαθητών», εξηγούν οι Κασσωτάκης/ Παπαγγελή-Βουλιουρή (1996) και συνεχίζουν λέγοντας πως «μεγαλύτερο βαθμό άγχους εμφανίζουν άτομα που δεν έχουν καλή αυτοεικόνα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, στερούνται αυτοπεποίθησης και έχουν χαμηλή ικανότητα εργασίας κάτω από συνθήκες πίεσης».Σε περίπτωση που το άγχος ξεπερνά τα φυσιολογικά επίπεδα τότε ο υποψήφιος θα πρέπει να αναρωτηθεί: νιώθω άγχος γιατί δε διάβασα αρκετά ή διότι είμαι τελειομανής; (κάθε μαθητής της Γ’ Λυκείου οφείλει να γνωρίζει το επίπεδό του).Στην πρώτη περίπτωση για να αποφύγει ο υποψήφιος το άγχος ας φροντίσει να προγραμματίσει το διάβασμά του έγκαιρα –αν πλέον δεν προλαβαίνει λόγω στενότητας χρόνου ας παραδεχτεί και αποδεχτεί την κατάσταση, ας τη συζητήσει με τους γονείς του ώστε να είναι σε όλους κατανοητό πως τυχόν χαμηλή βαθμολογία δε σημαίνει κατ’ ανάγκη μειωμένες ικανότητες αλλά κυρίως έλλειψη μελέτης και με αυτό τον τρόπο να αποφύγει να τραυματίσει την αυτοεικόνα του και να μειώσει την αυτοεκτίμησή του.
Αν ανήκει στη δεύτερη περίπτωση και απαιτεί από τον εαυτό του απόλυτη επιτυχία, τότε το πρόβλημα δεν είναι στην κατάσταση αυτή καθ’ αυτή αλλά στον τρόπο που την ερμηνεύει. Αν πιστεύει πως διάβασε αρκετά δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να αγχώνεται. Οφείλει να μάθει να επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει λάθη.Το καλύτερο όλων είναι ο υποψήφιος να εξοικειωθεί με την κατάσταση των εξετάσεων σε βάθος χρόνου ώστε να φτάσει στην τελική ευθεία πιο χαλαρός. Αντίπαλος τούτου βέβαια ο έντονος ανταγωνισμός, η δημοσιότητα των αποτελεσμάτων των εξετάσεων και η μεγαλοποίηση της σημασίας τους (και μέσα από τα ΜΜΕ). «Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα δεν είναι θετικά, απειλούν να ανατρέψουν την εικόνα που ο κοινωνικός περίγυρος έχει διαμορφώσει για τους νέους και ιδιαίτερα για τους λεγόμενους ΄καλούς μαθητές’». Μεγάλος αριθμός μαθητών χαρακτηρίζει τη δημόσια προβολή των κακών αποτελεσμάτων ισοδύναμη με την κοινωνική διαπόμπευση (Κασσωτάκης ο.π.).Κάποιες απλές συμβουλές την περίοδο των εισαγωγικών εξετάσεων θα μπορούσαν να είναι:
*Διάβασμα: τις ημέρες των εξετάσεων πρέπει να είναι προγραμματισμένη επανάληψη και όχι προσπάθεια κτήσης νέας γνώσης. Το αγχωτικό διάβασμα των τελευταίων ημερών φέρνει πανικό και απογοήτευση.
*Ύπνος: θα ήταν καλό οι υποψήφιοι να μην ξενυχτούν το βράδυ πριν τις εξετάσεις. Το πιεσμένο και εξαντλημένο μυαλό την άλλη μέρα δε θα μπορέσει να ανταποκριθεί με επιτυχία. Είναι σα να πάρει κανείς ένα δρομέα 100 μέτρων και αφού τον βάλει να τρέξει δύο ‘κατοστάρια’ του πει μόλις τελειώσει «τρέξε τώρα ακόμη ένα ΄κατοστάρι’ για να σε χρονομετρήσω». Χρειάζεται οπωσδήποτε ξεκούραση και καλός ύπνος.
*Διατροφή: ο οργανισμός χρειάζεται καλά «καύσιμα» για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά και το μέσον για να τα προμηθευτεί είναι οι τροφές. Μια καλή διατροφή βοηθά στη σωστή λειτουργία του νου.
*Σκέψεις: ο υποψήφιος οφείλει να κάνει λογικές και θετικές σκέψεις κατά τη διάρκεια των εξετάσεων διατηρώντας την αυτοπεποίθησή του και το χιούμορ του. Ας συζητήσει με τους καθηγητές του τους κατάλληλους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αποδώσει καλύτερα τις ημέρες των εξετάσεων καθώς και τον τρόπο επεξεργασίας και ανάπτυξης των θεμάτων όταν τα παραλάβει.
*Διαλείμματα: είναι θεμιτό να γίνονται διαλείμματα στη διάρκεια των οποίων μπορεί κανείς να ακούσει μουσική, να συναντήσει δυο φίλους, να κάνει λίγη γυμναστική.
*Γονείς: Θέλουν και οι γονείς την προετοιμασία τους για τις πανελλαδικές εξετάσεις! Να μην ξεχάσουν οι γονείς να πουν στο παιδί τους ότι το αγαπούν όπως είναι. Είτε πετύχει είτε δεν πετύχει αυτοί το αγαπούν το ίδιο, απλά γιατί είναι παιδί τους. Οι εξετάσεις είναι μία από τις ευκαιρίες για τη διαμόρφωση μιας δημιουργικής και ισορροπημένης ζωής. Δε σηματοδοτούν τη μοναδική διέξοδο ούτε οδηγούν κατ’ ανάγκη στην ευτυχία.
ΚΑΝΩ ΠΑΙΔΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ‘ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ’ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Οφείλουν να στηρίξουν τα παιδιά τους και στην απευκταία περίπτωση της αποτυχίας.* Υποψήφιος: Να μην ξεχάσει πως οι εξετάσεις αξιολογούν τις γνώσεις που μπορεί να επιδείξει τη συγκεκριμένη στιγμή και όχι την ποιότητα του χαρακτήρα του, την αξία του, την εξυπνάδα του, τις δεξιότητες που σαφώς έχει, οι οποίες όμως δεν αξιολογούνται από το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Στη ζωή χρειάζεται αγώνας και μόνο αν παλέψουμε μπορούμε να κερδίσουμε («εάν μη παλαίσματα ουδέ βραβεία», αναφέρει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Αυτό που μας προσφέρεται έτοιμο (στο πιάτο) δεν είναι προϊόν δικής μας κατάκτησης και δε συμβάλλει στη διαμόρφωση της δικής μας προσωπικότητας ούτε στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής μας.Αν λοιπόν οι εξετάσεις δε φέρουν για τον υποψήφιο το επιθυμητό αποτέλεσμα, ίσως είναι η ώρα να καλλιεργήσει και τις άλλες του δεξιότητες και ικανότητες και να επιτύχει στο στίβο της ζωής σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Άλλωστε η ζωή συνεχίζεται είτε μέσα είτε έξω από τα ανώτατα ιδρύματα!Αγαπητοί υποψήφιοι, μετά τις εξετάσεις ξεκινά για όλους ένα νέο ταξίδι, το δικό σας ταξίδι!
Καλή επιτυχία
Βιβλιογραφία
Γαλανός, Ι.: Το άγχος, Εκδ. Αφοι Κυριακίδη 2007
Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής: Το άγχος, www.mednet.gr
Κασσωτάκης, Μ./Παπαγγελή-Βουλιουρή, Δ.: Η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Εκδ. Γρηγόρη 1996
Τρίγκα, Ν.: Το σχολείο αρρωσταίνει τα παιδιά μας, Βήμα 27-5-2007
Τσουκαλάς, Κ.: Εξάρτηση και αναπαραγωγή, Θεμέλιο 1987
Fontana, D.: Άγχος και η αντιμετώπισή του, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου